Выбрать главу

Οι μέρες περνούσαν και όλες με κάποιον τρόπο γέμιζαν. Ο Ραντ είχε χαμογελαστούς άρχοντες και αρχόντισσες, τόσο αβρούς μεταξύ τους που ήταν σίγουρος πως συνωμοτούσαν ο ένας εναντίον του άλλο κάτω από την επιφάνεια. Οι Σοφές τον νουθετούσαν για το πώς έπρεπε να αντιμετωπίσει τις Άες Σεντάι, είτε του Πύργου είτε του Σαλιντάρ· συγκριτικά με την Άμυς και τη Μπάιρ, η Μελαίν ήταν αρνάκι· η Σορίλεα του πάγωνε το αίμα. Νεαροί Καιρχινοί μονομαχούσαν στους δρόμους παρά την απαγόρευση των μονομαχιών από τον Ρούαρκ. Ο Ρούαρκ το αντιμετώπισε δίνοντάς τους μια γεύση από το τι στ’ αλήθεια σήμαινε να είσαι γκαϊ’σάιν· αφού είχαν καθίσει γυμνοί στον ήλιο όλη μέρα φρουρούμενοι, η ζέση τους καταλάγιασε κάπως, μα ο Ρούαρκ δεν θα παραβίαζε τόσο πολύ τα έθιμα ώστε να ντύσει υδρόβιους στα λευκά, και επίσης εκείνοι τους οποίους είχαν συλλάβει οι Κόκκινες Ασπίδες τώρα κόμπαζαν για την όλη υπόθεση. Το αυτί του Ραντ έπιασε τη Σελάντε που είχε πιάσει μια άλλη νεαρή με σπαθί και κοντοκομμένα μαλλιά και της έλεγε με επιτηδευμένο τόνο ότι ποτέ δεν θα καταλάβαινε πραγματικά το τζι’ε’τόχ αν δεν την είχαν συλλάβει οι Αελίτες. Ήταν εξυψωτική εμπειρία, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.

Αλλά παρά το Σάιντο και τους ευγενείς, τις Σοφές και τις ταραχές, παρά την απορία του για το πότε θα επέστρεφε ο Φελ από το ψάρεμα, αυτές οι μέρες φαίνονταν... ευχάριστες. Αναζωογονητικές. Ίσως επειδή ήταν τόσο ξεθεωμένος όταν είχε φτάσει. Και ίσως να έδειχναν έτσι μόνο σε σύγκριση με τις τελευταίες ώρες στο Κάεμλυν, όμως του φαινόταν πως ο Λουζ Θέριν ήταν πιο ήσυχος. Ο Ραντ ένιωθε να απολαμβάνει τα πειράγματα τη Μιν τόσο που μια-δυο φορές χρειάστηκε να θυμίσει στον εαυτό του ότι αυτό ήταν μόνο, πειράγματα. Όταν είχαν περάσει δέκα μέρες που βρισκόταν στην Καιρχίν, σκέφτηκε πως δεν θα ήταν κακή ιδέα να περάσει έτσι την υπόλοιπη ζωή του. Φυσικά ήξερε ότι αυτό δεν θα κρατούσε.

Για τον Πέριν, εκείνες οι δέκα μέρες δεν ήταν καθόλου ευχάριστες. Δεν άργησε να επιζητήσει τη συντροφιά του Λόιαλ, όμως ο Λόιαλ είχε βρει τον παράδεισο στη Βασιλική Βιβλιοθήκη όπου περνούσε σχεδόν ολόκληρη τη μέρα του. Του Πέριν του άρεσε να διαβάζει και θα απολάμβανε εκείνα τα ατέλειωτα δωμάτια γεμάτα βιβλία που έφταναν ως τα ψηλά θολωτά ταβάνια τους, όμως μια Άες Σεντάι στοίχειωνε εκείνα τα δωμάτια, μια λιγνή μελαχρινή που σπανίως βλεφάριζε. Δεν έδειχνε να τον προσέχει, αλλά ο Πέριν δεν είχε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στις Άες Σεντάι ακόμα και πριν τα γεγονότα του Κάεμλυν. Έχοντας στερηθεί σχεδόν τελείως την παρέα του Λόιαλ, ο Πέριν πήγαινε συχνά για κυνήγι με τον Γκαούλ, και μερικές φορές με τον Ρούαρκ, τον οποίο είχε γνωρίσει στην Πέτρα και τον είχε συμπαθήσει. Το πρόβλημα του Πέριν ήταν η γυναίκα του. Ή ίσως η Μπερελαίν. Ή και οι δύο. Αν ο Ραντ δεν ήταν τόσο πολυάσχολος, ο Πέριν θα ζητούσε τη συμβουλή του. Μ’ ένα γενικό τρόπο· ο Ραντ ήξερε από γυναίκες, μα υπήρχαν πράγματα για τα οποία ένας άνδρας δεν μπορούσε να μιλήσει ξεκάθαρα.

Αυτό είχε αρχίσει από την πρώτη κιόλας μέρα, όταν είχαν φτάσει τόσο πρόσφατα στην Καιρχίν που μόλις και είχαν προλάβει να δουν τα δωμάτιά τους στο Παλάτι του Ήλιου. Η Φάιλε έφυγε με τη Μπάιν και την Τσιάντ για να εξερευνήσουν, και ο Πέριν γδύθηκε ως τη μέση και πλενόταν όταν ξαφνικά μύρισε άρωμα, όχι βαρύ αλλά αρκετά δυνατό για τη μύτη του, και μια ζεστή φωνή πίσω του είπε, «Πάντα πίστευα πως έχεις όμορφη πλάτη, Πέριν».

Εκείνος στριφογύρισε τόσο απότομα που έριξε το λαβομάνο. «Άκουσα ότι ήρθες με τη... σύζυγο σου;» Η Μπερελαίν στεκόταν στην είσοδο του καθιστικού, χαμογελώντας.

Ναι, έτσι ήταν· είχε μια σύζυγο η οποία δεν θα χαιρόταν αν τον έβρισκε μόνο, με βγαλμένο το πουκάμισο, παρέα με μια γυναίκα που φορούσε τέτοιο φόρεμα. Ειδικά αν η γυναίκα ήταν η Πρώτη του Μαγιέν. Έβαλε όπως-όπως ένα πουκάμισο, είπε στη Μπερελαίν ότι η Φάιλε είχε βγει, ότι δεν ήξερε πότε θα επέστρεφε για να δεχθεί επισκέπτες, και την έβγαλε από το δωμάτιο όσο πιο γρήγορα μπορούσε — μόνο που δεν την έπιασε να την πετάξει. Σκέφτηκε πως αυτό ήταν όλο· η Μπερελαίν είχε φύγει, και ο ίδιος είχε καταφέρει να πει τη Φάιλε «σύζυγο του» έξι φορές σε έξι προτάσεις και δυο φορές να προσθέσει πόσο την αγαπούσε. Η Μπερελαίν ήξερε πως ήταν παντρεμένος, ήξερε πως αγαπούσε τη γυναίκα του, και αυτό κανονικά θα ήταν το τέλος.

Όταν επέστρεψε η Φάιλε λίγη ώρα αργότερα, έκανε δύο βήματα στο υπνοδωμάτιο και άρχισε να αναδίδει οσμές ζήλιας και οργής, έντονες, οξύτατες, ένα μίγμα που μπορούσε να του φέρει αιμορραγία στη μύτη. Ο Πέριν δεν καταλάβαινε· ακόμα μύριζε το άρωμα της Μπερελαίν, όμως η αίσθηση της όσφρησης του ήταν αναπτυγμένη σαν των λύκων. Η Φάιλε αποκλείεται να το είχε μυρίσει. Ήταν πολύ παράξενο. Η Φάιλε χαμογέλασε. Ούτε μια απρεπής λέξη δεν βγήκε από τα χείλη της. Ήταν τρυφερή όπως πάντα, πιο φλογερή απ’ όσο συνήθως, και του έγδαρε βαθιές αυλακιές στην πλάτη με τα νύχια της, κάτι που δεν είχε κάνει άλλοτε.