Выбрать главу

Αργότερα, εξετάζοντας τα ματωμένα αυλάκια στο φως της λάμπας, του δάγκωσε μαλακά το αυτί και γέλασε. «Στη Σαλδαία», μουρμούρισε, «κάνουμε μια κοψιά στο αυτί του αλόγου, αλλά νομίζω ότι αυτό αρκεί για να σε σημαδέψω». Ενώ συνεχώς ανέδιδε τη δυσωδία της ζήλιας και της οργής.

Αν αυτό ήταν όλο, τότε το ζήτημα θα είχε κλείσει· η ζήλια της Φάιλε μπορεί να ξεσπούσε σαν τη φλόγα του καμινιού που μουγκρίζει στον δυνατό αέρα, όμως πάντα καταλάγιαζε εξίσου γοργά, όταν εκείνη συνειδητοποιούσε πως δεν υπήρχε λόγος. Το επόμενο πρωί, όμως, ο Πέριν την είδε να μιλά με τη Μπερελαίν στο διάδρομο, ενώ και οι δύο χαμογελούσαν του καλού καιρού. Το αυτί του έπιασε το τελευταίο που είπε η Μπερελαίν φεύγοντας. «Πάντα τηρώ τις υποσχέσεις μου». Ήταν παράξενο που ένα τέτοιο σχόλιο είχε κάνει μια τόσο δριμεία οσμή να ξεπηδήσει από τη Φάιλε.

Ρώτησε τη Φάιλε για τι υποσχέσεις μιλούσε η Φάιλε, και ίσως ήταν λάθος του. Εκείνη βλεφάρισε —καμιά φορά ξεχνούσε τη δύναμη της ακοής του— και είπε, «Ειλικρινά δεν θυμάμαι. Είναι από τις γυναίκες που κάνουν κάθε λογής υποσχέσεις που δεν μπορούν να τις τηρήσουν». Το αποτέλεσμα ήταν κι άλλες αυλακιές στους ώμους του, και καλά-καλά δεν είχε μεσημεριάσει ακόμα!

Η Μπερελαίν άρχισε να τον παραμονεύει. Στην αρχή αυτός δεν το πήρε έτσι. Η γυναίκα είχε φλερτάρει μια φορά μαζί του, στην Πέτρα του Δακρύου, με ήπιο τρόπο —ο Πέριν ήταν σίγουρος πως δεν εννοούσε τίποτα μ’ αυτό— και τώρα ήξερε πως ήταν παντρεμένος. Επρόκειτο για μια σειρά τυχαία ανταμώματα στους διαδρόμους, απ’ ό,τι φαινόταν, μερικές αθώες λέξεις ειπωμένες σχεδόν αφηρημένα. Αλλά μετά από λίγο ο Πέριν κατάλαβε πως ή το γεγονός πως ήταν τα’βίρεν αλλοίωνε τις πιθανότητες, ή η Μπερελαίν το έκανε επίτηδες, όσο απίθανο κι αν φάνταζε αυτό. Προσπάθησε να πει στον εαυτό του πως ήταν γελοίο. Προσπάθησε να πει στον εαυτό του πως περνιόταν για ομορφονιός σαν τον Γουίλ αλ’Σήν. Ο Γουίλ ήταν ο μόνος άνδρας που ο Πέριν είχε δει να τον κυνηγούν οι γυναίκες· τον Πέριν Αϋμπάρα πάντως δεν τον κυνηγούσαν ποτέ. Όμως ήταν τόσο πολλές αυτές οι «τυχαίες» συναντήσεις.

Η Μπερελαίν πάντα τον άγγιζε. Όχι επιδεικτικά, απλώς με δάχτυλα στο χέρι για μια στιγμή, στο μπράτσο, στον ώμο του. Δεν άξιζε να δίνει σημασία. Την τρίτη μέρα, του ήρθε στο μυαλό μια ιδέα που έκανε τις τρίχες του σβέρκου του να σηκωθούν όρθιες. Όταν δάμαζες ένα άλογο που δεν το είχε καβαλήσει ποτέ κανείς, άρχιζες με ανάλαφρα αγγίγματα, ώσπου το ζώο γνώριζε ότι το άγγιγμά σου δεν πονούσε, και μετά δεχόταν ακίνητο το χέρι σου. Μετά ερχόταν η κουβέρτα της σέλας, και αργότερα η σέλα. Το χαλινάρι ήταν πάντα τελευταίο.

Άρχισε να φοβάται το άρωμα του Μπερελαίν όταν ερχόταν πίσω από τις στροφές του διαδρόμου. Άρχισε να κατευθύνεται προς την αντίθετη μεριά όταν το πρωτοσμιζόταν, αλλά δεν μπορούσε να το έχει στο νου του όλες του τις στιγμές. Κατ’ αρχάς υπήρχε πλήθος υπεροπτικών και ανόητων Καιρχινόπουλων, κυρίως γυναίκες, που μπαινόβγαιναν στο Παλάτι. Γυναίκες που έφεραν σπαθιά! Ο Πέριν λοξοδρομούσε για να αποφύγει τους άνδρες και τις γυναίκες που του έκλειναν σκοπίμως το δρόμο. Δυο φορές είχε αναγκαστεί να ρίξει κάποιον κάτω, όταν οι βλάκες δεν τον άφηναν να περάσει από πλάι αλλά επέμεναν να μπαίνουν μπροστά του. Ένιωθε άσχημα γι’ αυτό —οι Καιρχινοί έδειχναν μικροκαμωμένοι μπροστά του— αλλά δεν μπορούσες να το ρισκάρεις όταν είχες μπροστά σου έναν άνδρα με το χέρι στο θηκάρι του σπαθιού του. Μια φορά είχε δοκιμάσει το ίδιο μια γυναίκα, κι όταν ο Πέριν της είχε πάρει το σπαθί αυτή τον ακολούθησε κάνοντας φασαρία ώσπου της το είχε δώσει πίσω, κίνηση που τη σοκάρισε και την έκανε να του φωνάζει πως δεν είχε τιμή, ώσπου την πήραν αλλού κάτι Κόρες κατσαδιάζοντάς την.

Εκτός αυτού, ο κόσμος ήξερε πως ήταν φίλος του Ραντ. Ακόμα κι αν δεν είχε φτάσει με τον-τρόπο αυτό, μερικοί Αελίτες και μερικοί Δακρυνοί τον θυμούνταν από την Πέτρα και το νέο διαδόθηκε. Άρχοντες και αρχόντισσες που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του έρχονταν και του συστήνονταν στους διαδρόμους, ενώ Δακρυνοί Υψηλοί Άρχοντες που στο Δάκρυ τον κοίταζαν αφ’ υψηλού τώρα στην Καιρχίν του απευθύνονταν σαν να ήταν παλιόφιλοι. Οι περισσότεροι μύριζαν φόβο και μια άλλη μυρωδιά την οποία δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Κατάλαβε κάποια στιγμή πως όλοι ήθελαν το ίδιο πράγμα.