«Φοβάμαι πως ο Άρχοντας Δράκοντας δεν μου εμπιστεύεται τα πάντα, Αρχόντισσά μου», είπε ευγενικά σε μια γυναίκα με ψυχρά μάτια ονόματι Κολαβήρ, «κι όταν το κάνει, δεν θα περίμενες να προδώσω την εμπιστοσύνη του». Το χαμόγελό της φάνηκε να παγώνει· ίσως αναρωτιόταν πώς μπορούσε να τον γδάρει για να τον κάνει χαλάκι. Είχε μια παράξενη μυρωδιά, σκληρή και λεία και κάπως... απόμακρη.
«Στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι προθέσεις έχει ο Ραντ», είπε στον Μάιλαν. Ο άλλος παραλίγο θα του έριχνε εκείνο το βλέμμα αφ’ υψηλού, παρ’ όλο που του χαμογελούσε πλατιά σαν την Κολαβήρ. Είχε κι αυτός την ίδια μυρωδιά, εξίσου έντονα. «Ίσως πρέπει να ρωτήσεις τον ίδιο».
«Αν ήξερα, δεν θα το διαλαλούσα σ’ ολόκληρη την πόλη», είπε σε μια ασπρομάλλα νυφίτσα με άφθονα δόντια, έναν άνδρα ονόματι Μαρίνγκιλ. Είχε αρχίσει να κουράζεται από όλες αυτές τις προσπάθειες να τον ψαρέψουν. Κι ο Μαρίνγκιλ επίσης ανέδιδε την ίδια μυρωδιά, εξίσου έντονα με την Κολαβήρ και τον Μάιλαν.
Αυτοί οι τρεις την είχαν πιο δυνατή από κάθε άλλον, κι ο Πέριν ήξερε βαθιά μέσα του ότι ήταν μια επικίνδυνη μυρωδιά, σαν ξερή βουνοκορφή πριν την κατολίσθηση.
Έχοντας από τη μια το νου του για κείνους τους νεαρούς βλάκες και από την άλλη εκείνη τη μυρωδιά στη μύτη, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την οσμή της Μπερελαίν παρά μόνο όταν εκείνη συσπειρωνόταν για να ορμήξει. Για την ακρίβεια, προχωρούσε με μια αιθέρια κίνηση στους διαδρόμους σαν κύκνος σε ήσυχη λιμνούλα, μα ο Πέριν την ένιωθε να καμπουριάζει για να ορμήξει.
Ανέφερε τη Φάιλε τόσες φορές που έχασε το μέτρημα· η Μπερελαίν δεν έδειχνε να ακούει. Της ζητούσε να σταματήσει· η Μπερελαίν τον ρωτούσε τι εννοούσε. Της είπε να τον αφήσει ήσυχο· η Μπερελαίν γέλασε και του χάιδεψε το μάγουλο και ρώτησε τι έπρεπε να σταματήσει. Και φυσικά η Φάιλε διάλεξε εκείνη ακριβώς τη στιγμή για να ξεπροβάλλει από τον άλλο διάδρομο της διασταύρωσης, ακριβώς τη στιγμή πριν κάνει ο Πέριν πίσω. Της Φάιλε σίγουρα της είχε φανεί ότι ο Πέριν είχε αποτραβηχτεί επειδή την είχε δει. Δίχως στιγμή δισταγμού, η Φάιλε έστριψε επιτόπου, χωρίς να ταχύνει ή να βραδύνει το βήμα της.
Ο Πέριν έτρεξε στο κατόπι της και άρχισε να βαδίζει πλάι της μέσα σε οδυνηρή βουβαμάρα. Δεν μπορούσες να πεις αυτό που ήθελες να πεις μπροστά σε άλλους. Η Φάιλε χαμογελούσε ευχάριστα σ’ όλο το δρόμο για τα δωμάτιά τους, όμως εκείνη η δριμεία, δριμύτατη οσμή δεν έφευγε από τα ρουθούνια του.
«Δεν ήταν αυτό που φαινόταν», της είπε μόλις έκλεισε η πόρτα. Η Φάιλε δεν έβγαλε τσιμουδιά· απλώς ύψωσε τα φρύδια με μια σιωπηλή ερώτηση. «Ή μάλλον ήταν — η Μπερελαίν μου χάιδεψε το μάγουλο—» Το χαμόγελο δεν χάθηκε μα τα φρύδια της χαμήλωσαν βλοσυρά και η δριμεία μυρωδιά έγινε πιο σκληρή. «-μα το έκανε μόνη της. Δεν την ενθάρρυνα, Φάιλε. Το έκανε μόνη της». Ευχήθηκε να έλεγε κάτι η Φάιλε· μέχρι τώρα απλώς τον κοίταζε. Του φαινόταν ότι περίμενε, όμως τι άραγε; Τότε η έμπνευση τον άρπαξε από το λαιμό και, όπως φαινόταν να συμβαίνει συχνά όταν μιλούσε στη Φάιλε, άρχισε να τον στραγγαλίζει. «Φάιλε, συγγνώμη». Ο θυμός έγινε ξυράφι.
«Κατάλαβα», είπε εκείνη ανέκφραστα, και βγήκε ήρεμα από το δωμάτιο.
Είχε κάνει τη γκάφα του λοιπόν, αν και δεν ήξερε πώς. Είχε ζητήσει συγγνώμη, και δεν είχε κάνει τίποτα για το οποίο όφειλε να απολογηθεί.
Το ίδιο απόγευμα άκουσε κατά λάθος τη Μπάιν και την Τσιάντ να συζητούν, αν ήταν δυνατόν, μήπως έπρεπε να βοηθήσουν τη Φάιλε να τον δείρει! Δεν ήξερε αν το είχε προτείνει η Φάιλε —ήταν άγρια, μα τόσο άγρια;— όμως ο Πέριν υποψιαζόταν ότι οι δύο είχαν φροντίσει να τις ακούσει, κάτι που τον έκανε να θυμώσει. Ήταν φως-φανάρι ότι η γυναίκα του συζητούσε τις υποθέσεις των δυο τους με τη Μπάιν και την Τσιάντ, ζητήματα που έπρεπε να μένουν μεταξύ συζύγων, κι αυτό τον έκανε να θυμώνει ακόμα περισσότερο. Για ποια άλλα θέματα του βίου τους φλυαρούσε πίνοντας το τσάι της; Εκείνη τη νύχτα, μπροστά στο έκπληκτο βλέμμα του, η Φάιλε παρά τη ζέστη έβαλε μια χοντρή μάλλινη νυχτικιά. Όταν ο Πέριν προσπάθησε να τη φιλήσει για καληνύχτα, σχεδόν δειλά, εκείνη μουρμούρισε ότι είχε περάσει μια κουραστική μέρα και του γύρισε την πλάτη. Η μυρωδιά της έδειχνε οργή, εξαιρετικά έντονη.
Ο Πέριν δεν μπορούσε να κοιμηθεί μ’ αυτή τη μυρωδιά, και όσο περισσότερο έμενε ξαπλωμένος εκεί δίπλα της, μελετώντας το ταβάνι μέσα στο σκοτάδι, τόσο πιο πολύ θύμωνε. Γιατί του το έκανε αυτό; Δεν έβλεπε ότι αγαπούσε αυτήν και μόνο αυτήν; Δεν της είχε δείξει και ξαναδείξει ότι αυτό που ήθελε πάνω απ’ όλα στη ζωή του ήταν να την έχει για πάντα στην αγκαλιά του; Αυτός έφταιγε που μια χαζή γυναίκα είχε τρελαθεί και φλέρταρε μαζί του; Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να πιάσει τη Φάιλε, να τη γυρίσει ανάποδα και να τη δείρει στον πισινό μέχρι να καταλάβει το λάθος της. Όμως αυτό το είχε ξανακάνει μια φορά, τότε που η Φάιλε νόμιζε πως μπορούσε να του ρίχνει γροθιές όποτε ήθελε να τονίσει κάτι. Μακροπρόθεσμα, ο Πέριν είχε πονέσει περισσότερο απ’ αυτήν· δεν του άρεσε ούτε καν η σκέψη ότι θα πονούσε η Φάιλε. Ήθελε ειρήνη μαζί της. Μαζί της και μόνο μαζί της.