Ο Ραντ σχεδόν δεν τον άκουγε.
51
Η Αρπαγή
Ο Ραντ άφησε τη Σούλιν να του κρατήσει το σακάκι για να το φορέσει, για τον απλό λόγο ότι θα έπρεπε να της ξεριζώσει τα χέρια αν ήθελε να το πάρει μόνος του. Ως συνήθως, εκείνη δοκίμασε να του βάλει το ρούχο χωρίς να τη νοιάζει πώς έμπαινε σωστά. Το αποτέλεσμα ήταν ένας μικρός χορός στο κέντρο της κρεβατοκάμαράς του. Ο Λουζ Θέριν κακάρισε με ένα είδος τρελής αγαλλίασης, μόλις αρκετά δυνατά για να ακουστεί. Τον Σαμαήλ, ω, ναι, μα πρώτα τον Ντεμάντρεντ. Πρώτα απ’ όλα να απαλλαγώ απ’ αυτόν, και ύστερα από τον Σαμαήλ. Ω, ναι. Αν είχε χέρια, θα τα έτριβε χαρωπά. Ο Ραντ τον αγνόησε.
«Δείξε σεβασμό», μουρμούρισε χαμηλόφωνα η Σούλιν. «Δεν έδειξες σεβασμό σε κείνες τις Άες Σεντάι στο Κάεμλυν, και βλέπεις τι έγινε. Οι Σοφές... Άκουσα ότι οι Σοφές λένε πράγματα... Θέλει σέβας, Άρχοντα Δράκοντα», είπε τελικά.
Στο τέλος ο Ραντ κατάφερε να φορέσει σωστά το σακάκι. «Ήρθε η Μιν ή ακόμα;»
«Τη βλέπεις πουθενά; Άρχοντα Δράκοντα». Τινάζοντας φανταστικές κλωστούλες από το κόκκινο μετάξι, η Σούλιν του κούμπωσε τα κουμπιά. Άφησε τα χέρια του να κρεμαστούν στο πλάι, γιατί έτσι θα τελείωνε πιο γρήγορα. «Η Μιν θα έρθει όταν έρθει, αν έρθει. Η Σορίλεα θα τελειώσει μαζί της στις σκηνές όταν τελειώσει». Ξαφνικά τον κοίταξε αυστηρά. «Τι να την κάνεις; Δεν θα θέλεις να σου τσιμπάει τον πισινό μπροστά στις Άες Σεντάι». Αυτό το απόγευμα, δεν είχε υπήρχε κρυμμένο χαμόγελο στην έκφραση της. «Άρχοντα Δράκοντα».
Ο Ραντ μόλις που κρατήθηκε να μη μουτρώσει. Πάνω που όλα πήγαιναν τόσο καλά, τύχαινε αυτό. Η Σορίλεα ήξερε πως ήθελε τη Μιν σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά που δεχόταν κόσμο· δεν έπρεπε να χάσει την ευκαιρία να δει την Κόιρεν και δύο ακόμα απεσταλμένες της Ελάιντα. Η Σορίλεα είχε υποσχεθεί ότι θα του την επέστρεφε. Έκανε μερικά βήματα, όμως η Σούλιν τον ακολούθησε, συνεχίζοντας να τον κουμπώνει. «Σούλιν, θέλω να πας στη σκηνή της Σορίλεα. Βρες τη Μιν και φέρε την εδώ. Χωρίς ερωτήσεις, Σούλιν. Απλώς κάνε το».
Εκείνη κατάφερε να χαμογελάσει και ταυτοχρόνως να τρίξει τα δόντια της, ένα αξιοσημείωτο θέαμα. «Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας». Με μια εξασκημένη γονυκλισία άπλωσε τα ερυθρόλευκα φουστάνια της και χαμήλωσε το πρόσωπό της σχεδόν ως το πάτωμα.
«Μέχρι πότε;» τη ρώτησε καθώς εκείνη γυρνούσε για να φύγει. Δεν υπήρχε λόγος να εξηγήσει περισσότερο· ο δισταγμός της έδειξε ότι τον είχε καταλάβει.
Στο τέλος του απάντησε ήρεμα και σθεναρά, δίχως καθόλου γκρίνια. «Μέχρι η ντροπή μου να είναι ίση με τη δική τους». Τον κοίταξε κατάματα για μια στιγμή, σαν την αλλοτινή Σούλιν, αν και με μακρύτερα μαλλιά, όμως η μάσκα επέστρεψε εξίσου γοργά. «Αν με συγχωρήσει ο Άρχοντας Δράκοντας, πρέπει να τρέξω για να υπακούσω στην προσταγή του». Κι ατό έκανε, σηκώνοντας τα φουστάνια και βγαίνοντας τρεχάτη από το δωμάτιο. Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι και κούμπωσε μόνος του τα τελευταία κουμπιά.
Στην πραγματικότητα, ένιωθε ωραία. Με εξαίρεση το θέμα της Μιν, φυσικά. Η Σορίλεα του το είχε υποσχεθεί. Η Μιν του το είχε υποσχεθεί. Θα ξεγλιστρούσε από τις αναπόφευκτες ερωτήσεις της Κόιρεν για το αν είχε αποφασίσει να επιστρέψει στην Ταρ Βάλον μαζί τους, θα κάθιζε κάτω τη Μιν και θα την... Δεν ήξερε τι θα την έκανε. Μα η Αλάνα ήταν ακόμα πιο κοντά στο ταξίδι της. Θα άκουγε λιγάκι την Κόιρεν και ύστερα θα πήγαινε να εξασκηθεί στο σπαθί για μια ωρίτσα.
Ο Ντεμάντρεντ, γρύλισε ο Λουζ Θέριν. Ήθελε την Ιλυένα! Όπως συνήθως, η σκέψη της Ιλυένα τον έκανε να αποτραβηχτεί, κλαψουρίζοντας και βογκώντας. Ιλυένα! Αχ, Φως μου, Ιλυένα!
Ο Ραντ πήρε το Σκήπτρο του Δράκοντα στον προθάλαμο. Αναρωτήθηκε ποιες θα έφερνε η Κόιρεν, κάθισε στην ψηλή καρέκλα στο βάθρο για να μην αρχίσει να κόβει βόλτες. Όχι για τις Άες Σεντάι. Για τη Μιν. Η Μιν ήξερε ότι τη χρειαζόταν. Το ήξερε καλά.
Τελικά μια πόρτα άνοιξε ίσα για να χωρέσει μια γυναίκα, μα ήταν η Τσιάντ, όχι η Μιν. «Οι Άες Σεντάι είναι εδώ, Καρ’α’κάρν». Είπε μουδιασμένα τον τίτλο, σαν να μην ήταν ακόμα σίγουρη ότι ένας υδρόβιος ήταν ο αρχηγός των αρχηγών, αλλά και χωρίς να ξέρει πώς μπορούσε να τον θεωρήσει γιο μιας Κόρης.
Ο Ραντ ένευσε, κάθισε με στητό το κορμί και κράτησε το Σκήπτρο του Δράκοντα ορθό στο γόνατο του. «Στείλε τις μέσα». Είχε μερικά αυστηρά λόγια να πει της Μιν γι’ αυτό, που αφιέρωνε όλο της το χρόνο στις Σοφές.
Η Κόιρεν μπήκε μέσα με βήμα σαν παχουλός, υπεροπτικός κύκνος, ακολουθούμενη από τη Γκαλίνα και άλλη μια γυναίκα με πρόσωπο των Άες Σεντάι, μαύρα κορακίσια μαλλιά και σκληρό βλέμμα. Όλες σήμερα φορούσαν αποχρώσεις του γκρίζου, κάτι που ο Ραντ υποψιάστηκε πως το είχαν επιλέξει επειδή δεν θα έδειχνε τη σκόνη, προς έκπληξή του, άλλη μια φορά πίσω από τις Άες Σεντάι εμφανίστηκαν υπηρέτριες με ανοιχτόχρωμους μανδύες στην πλάτη, δώδεκα υπηρέτριες που αγκομαχούσαν κάτω από το βάρος δύο σεντουκιών με μπρούτζινα ελάσματα, μεγαλούτσικα. Μερικές νεαρές τον κοίταξαν, μα οι περισσότερες είχαν το κεφάλι σκυμμένο, συγκεντρωμένες στο φορτίο τους ή ίσως από φόβο.