«Φαίνεται πως ο νεαρός Αφέντης αλ’Θόρ έχει συνηθίσει να πηγαινοέρχεται στην Καιρχίν όποτε του καπνίσει», της είπε η Άες Σεντάι με φωνή σαν πέτρα. «Εμείς δεν έχουμε συνηθίσει να φεύγει κανείς από μπροστά μας με τόση αγένεια. Αν επιστρέψει στο Παλάτι τις επόμενες μέρες, θα επιστρέψουμε κι εμείς. Αν όχι... Η υπομονή μας δεν είναι αστείρευτη». Έφυγε με αιθέριες κινήσεις, μαζί με την άλλη, ακολουθώντας τις γυναίκες με τα σεντούκια.
Η Μπάιν αντάλλαξε γοργές ματιές με την Τσιάντ και μπήκαν βιαστικά στα δώματα του Ραντ αλ’Θόρ.
«Τι εννοείς ότι έφυγε;» απαίτησε να μάθει ο Πέριν. Τα αυτιά του Λόιαλ στράφηκαν προς το μέρος του, μα ο Ογκιρανός κράτησε εξίσου προσηλωμένα το βλέμμα στον άβακα με τους λίθους όσο και η Φάιλε. Μύριζε... Ο Πέριν δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα στον κυκεώνα των οσμών που ανέδιδε· μ’ αυτό τον κυκεώνα του ερχόταν να δαγκώσει τα χέρια του.
Η Ναντέρα απλώς σήκωσε τους ώμους. «Το κάνει αυτό καμιά φορά». Φαινόταν αρκετά ήρεμη, με τα χέρια σταυρωμένα και το πρόσωπο απαθές, όμως μύριζε ενοχλημένη, μια οσμή σαν μικρούλικα αγκαθάκια. «Το σκάει κρυφά χωρίς να έχει καν τις Κόρες να του φυλάγουν τα νώτα, ακόμα και μισή μέρα κάποιες φορές. Νομίζει πως δεν το ξέρουμε. Αναρωτιόμουν μήπως ήξερες πού πήγε». Κάτι στη φωνή της έκανε τον Πέριν να σκεφτεί πως αν το μάθαινε, σκόπευε να τον ακολουθήσει.
«Όχι», αναστέναξε. «Δεν έχω ιδέα».
«Το νου σου στο παιχνίδι, Λόιαλ», μουρμούρισε η Φάιλε. «Αποκλείεται να ήθελες να βάλεις λίθο εκεί»
Ο Πέριν αναστέναξε ξανά. Σήμερα είχε αποφασίσει να μείνει, κάθε στιγμή, στο πλευρό της Φάιλε. Κάποια στιγμή θα αναγκαζόταν να του μιλήσει, κι εκτός αυτού η Μπερελαίν σίγουρα θα τον άφηνε ήσυχο αν ήταν με τη γυναίκα του. Η Μπερελαίν πράγματι τον είχε αφήσει ήσυχο, αλλά μόλις η Φάιλε είχε καταλάβει ότι δεν σκόπευε να πάει για κυνήγι, είχε στριμώξει τον Λόιαλ πριν αυτός προλάβει να πάει στη Βιβλιοθήκη και από κείνη τη στιγμή είχαν παίξει άπειρες παρτίδες λίθους. Ουσιαστικά μέσα στη σιωπή. Ο Πέριν ευχήθηκε να ήταν όπου ήταν ο Ραντ.
Ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, ο Ραντ κοίταζε από πάνω του τα χοντρά δοκάρια στο ταβάνι του υπογείου, χωρίς στην πραγματικότητα να τα βλέπει. Το κρεβάτι δεν ήταν μεγάλο, μα είχε δύο πουπουλένια στρώματα και μαξιλάρια από φτερά χήνας και καλά λινά στρωσίδια. Υπήρχε επίσης μια γερή καρέκλα και ένα τραπεζάκι, χωρίς στολίδια μα καλοφτιαγμένα. Οι μύες του ακόμα πονούσαν μετά τη μεταφορά του εδώ μέσα σε ένα από τα σεντούκια. Η Δύναμη τον είχε κάνει να διπλώσει με ευκολία, με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα· μετά είχαν αρκέσει απλά κορδόνια για να τον μετατρέψουν σε δέμα.
Ο ήχος από μέταλλο που τριβόταν σε μέταλλο τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι. Η Γκαλίνα είχε χρησιμοποιήσει ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί για να ξεκλειδώσει ένα πορτάκι στο σιδερένιο κλουβί που περιέβαλλε το κρεβάτι και το τραπέζι και την καρέκλα. Μια γκριζομάλλα γυναίκα με μαραμένο πρόσωπο έχωσε τα χέρια στο κλουβί ίσα για να αφήσει στο τραπέζι ένα δίσκο σκεπασμένο μ’ ένα πανί, και μετά σχεδόν πήδηξε προς τα πίσω.
«Σκοπεύω να σε παραδώσω στον Πύργο σχετικά υγιή», είπε ψυχρά η Γκαλίνα καθώς ξανακλείδωνε το πορτάκι. «Φάε, αλλιώς θα σε ταΐσουμε».
Ο Ραντ έστρεψε πάλι το βλέμμα στα δοκάρια. Έξι Άες Σεντάι κάθονταν σε καρέκλες γύρω από το κλουβί, διατηρώντας την ασπίδα πάνω του. Αυτός κρατούσε το Κενό, σε περίπτωση που σταματούσαν κατά λάθος, όμως δεν χιμούσε στο φράγμα. Όταν στην αρχή τον είχαν πετάξει στο κλουβί, αυτό είχε κάνει· μερικές είχαν γελάσει, οι ελάχιστες που είχαν δώσει σημασία. Τώρα αντιθέτως άπλωνε προσεκτικά προς τη μανία του σαϊντίν, μια θύελλα φωτιάς και πάγου που ακόμα ήταν χαμένη λίγο πιο πέρα από την άκρη του ματιού του. Άπλωσε, και ένιωσε το αόρατο τείχος να τον αποκόπτει από την Πηγή, γλιστρώντας πάνω του σαν να προσπαθούσε να βρει μια άκρη. Αυτό που βρήκε ήταν ένα μέρος που ο τοίχος έμοιαζε να μετατρέπεται σε έξι σημεία· τον σταματούσαν εξίσου αποτελεσματικά, μα ήταν έξι, όχι ένα, και ήταν σίγουρα σημεία.