Выбрать главу

Πόσο καιρό βρισκόταν εκεί; Μια γκρίζα καταχνιά είχε απλωθεί πάνω του, πνίγοντας το χρόνο, πνίγοντας τον μέσα σ’ ένα λήθαργο. Ήταν εδώ αρκετή ώρα για να νιώθει πεινασμένος, αλλά το Κενό έκανε αυτή την αίσθηση απόμακρη, και ακόμα και η μυρωδιά της καυτής σούπας και του ζεστού ψωμιού από τον σκεπασμένο δίσκο δεν του κινούσαν το ενδιαφέρον. Για να σηκωθεί, ένιωθε ότι παραήταν μεγάλος ο κόπος. Μέχρι τώρα, δώδεκα Άες Σεντάι είχαν κάνει βάρδιες γύρω από το κλουβί, και όλα τα πρόσωπά τους του ήταν άγνωστα πριν εμφανιστούν στο υπόγειο. Πόσες βρισκόταν εκεί στο σπίτι; Δεν είχε ιδέα πόσο μακριά τον είχαν μεταφέρει σε κείνο το σεντούκι· στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής τρανταζόταν μέσα σε άμαξα ή κάρο. Γιατί είχε ξεχάσει τη συμβουλή της Μουαραίν; Μην εμπιστεύεσαι Άες Σεντάι, ούτε στο ελάχιστο, ούτε στο παραμικρό. Τις έξι Άες Σεντάι που διαβίβαζαν αρκετό σαϊντάρ για να κρατήσουν εκείνη την ασπίδα έπρεπε να τις νιώθει απ’ έξω κάθε γυναίκα που μπορούσε να διαβιβάζει. Αρκεί να περνούσε το δρόμο απ’ έξω η Άμυς ή η Μπάιρ ή κάποια άλλη και να αναρωτηθεί. Σίγουρα τους είχε περάσει από το νου ότι είχε εξαφανιστεί πάνω που η Κόιρεν έφευγε από το Παλάτι. Αν υπήρχε δρόμος απ’ έξω. Αρκεί να περνούσε...

Άγγιξε πάλι την ασπίδα, μαλακά, για να μην το νιώσουν. Έξι σημεία. Έξι μαλακά σημεία, με κάποιον τρόπο. Δεν μπορεί, κάτι σήμαινε αυτό. Ευχήθηκε να ξαναμιλούσε ο Λουζ Θέριν, όμως ο μόνος ήχος στο κεφάλι του ήταν οι σκέψεις του που γλιστρούσαν προς το Κενό. Έξι σημεία.

Προχωρώντας βιαστικά στο σουρουπωμένο δρόμο πλάι στο μεγάλο πέτρινο σπίτι όπου βρίσκονταν οι Άες Σεντάι, η Σορίλεα μόλις που μπορούσε να τις νιώσει να διαβιβάζουν ακόμα εκεί μέσα. Μόλις που το ένιωθε επειδή μόλις που μπορούσε να διαβιβάσει, μα δεν ήταν αυτός ο λόγος που δεν είχε δώσει σημασία. Διαβίβαζαν μέρα και νύχτα εκεί μέσα από την άφιξή τους, και καμία από τις Σοφές δεν έκανε πια τον κόπο να αναρωτιέται. Η Σορίλεα είχε τώρα πιο σημαντικά πράγματα να την απασχολούν. Στο παλάτι των δενδροφονιάδων, οι Κόρες είχαν αρχίσει να ανησυχούν για τον Ραντ αλ’Θόρ, και μουρμούριζαν ότι ο Καρ’α’κάρν θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις αυτή τη φορά όταν επέστρεφε. Η Σορίλεα είχε ζήσει πολύ περισσότερο από αυτές τις Κόρες, περισσότερο από κάθε άλλη Σοφή, είτε αδύνατη στη Δύναμη είτε όχι, και ένιωθε ταραχή. Όπως οι περισσότεροι άνδρες, ο Ραντ αλ’Θόρ έφευγε όποτε ήθελε, για όπου ήθελε —οι άνδρες σ’ αυτό έμοιαζαν με τις γάτες— μα αυτή τη φορά, την ίδια στιγμή που αυτός το έσκαγε, η Μιν είχε εξαφανιστεί κάπου ανάμεσα στις σκηνές και το παλάτι. Της Σορίλεα δεν της άρεσαν οι συμπτώσεις, όσο πολλές κι αν ήταν οι συμπτώσεις που τριγύριζαν τον Καρ’α’κάρν. Τυλίχτηκε στο επώμιο της καθώς ένιωθε ένα άξαφνο ρίγος στα κόκαλά της, και συνέχισε με βιάση προς τις σκηνές.

52

Υφάνσεις της Δύναμης

Οι άνδρες που κάθονταν γύρω από το τραπέζι της κοινής αίθουσας της Περιπλανώμενης ήταν ντόπιοι οι περισσότεροι. Όσοι φορούσαν το συνηθισμένο μακρύ γιλέκο το είχαν από λαμπερό μεταξωτό ύφασμα, συχνά μπροκά, πάνω από ανοιχτόχρωμα πουκάμισα με φαρδιά μανίκια. Γρανάτες και μαργαριτάρια στόλιζαν τα δαχτυλίδια τους, οι κρίκοι των σκουλαρικιών ήταν όχι επίχρυσοι αλλά χρυσοί, ενώ οι φεγγαρόπετρες και τα ζαφείρια λαμπύριζαν στα σφαιρώματα των κυρτών μαχαιριών που ήταν χωμένα σε ζώνες. Αρκετοί φορούσαν μεταξωτό σακάκι ριγμένο στους ώμους, με μια χρυσή ή ασημένια αλυσίδα να ενώνει τα στενά πέτα που ήταν κεντημένα με λουλούδια ή ζώα. Τα σακάκια φαίνονταν παράξενα —ήταν μικρά για να τα φορέσεις· κυρίως τα χρησιμοποιούσαν σαν μπέρτα— όμως οι κάτοχοί τους έφεραν μακριά στενά σπαθιά εκτός από τα κυρτά εγχειρίδια, και έμοιαζε πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν είτε τα μεν είτε τα δε, για μια λάθος λέξη, μια λάθος ματιά, ή επειδή τους είχε έρθει η διάθεση.

Γενικά ήταν πολυποίκιλο πλήθος. Δύο Μουραντιανοί έμποροι με τσιγκελωτά μουστάκια και εκείνα τα αστεία γενάκια στην άκρη του πηγουνιού, ένας Ντομανός με μαλλιά που έπεφταν στους ώμους του και λεπτό μουστάκι, ο οποίος φορούσε χρυσό βραχιόλι, σφιχτό χρυσό μενταγιόν και ένα μεγάλο μαργαριτάρι στο αριστερό αυτί. Ένας μελαψός Άθα’αν Μιέρε με ανοιχτοπράσινο σακάκι, χέρια γεμάτα τατουάζ και δύο μαχαίρια κάτω από μια υφασμάτινη ζώνη, ένας Ταραμπονέζος με διάφανο πέπλο που κάλυπτε το χοντρό μουστάκι που σχεδόν έκρυβε το στόμα του, αρκετοί ξενομερίτες που ποιος ξέρει από πού κρατούσε η σκούφια τους. Όλοι όμως είχαν ένα σωρό νομίσματα μπροστά τους, αν και ο όγκος του σωρού ποικίλε. Τόσο κοντά που ήταν στο Παλάτι Τάρασιν, η Περιπλανώμενη προσέλκυε θαμώνες που τους περίσσευε το χρυσάφι.