Κουνώντας τα πέντε ζάρια στο δερμάτινο ποτήρι, ο Ματ τα έριξε στο τραπέζι. Σταμάτησαν δείχνοντας δύο κορώνες, δύο άστρα και ένα ποτήρι. Καλούτσικη ζαριά· τίποτα το εξαιρετικό. Η τύχη του ερχόταν κατά κύματα, και προς το παρόν το κύμα είχε καταλαγιάσει, κάτι που σήμαινε πως κέρδιζε μόνο τις μισές ζαριές, στην καλύτερη περίπτωση. Ως τώρα είχε καταφέρει να χάσει δέκα φορές στη σειρά, ασυνήθιστη γκίνια γι’ αυτόν. Τα ζάρια πέρασαν σε ένα γαλανομάτη ξενομερίτη, έναν άνδρα με στενό, σκληρό πρόσωπο που έμοιαζε να έχει αρκετά νομίσματα για να ποντάρει παρά το απλό καφέ σακάκι του.
Ο Βάνιν έσκυψε για να ψιθυρίσει στο αυτί του Ματ. «Πάλι βγήκαν. Ο Θομ λέει ότι ακόμα δεν ξέρει πώς». Ο Ματ έριξε μια γκριμάτσα σε έναν χοντρό άνδρα που τον έκανε να ισιώσει το κορμί πιο γρήγορα απ’ όσο φαινόταν δυνατόν για άνθρωπο του όγκου του.
Ξεροκατάπιε το παντς από δροσοπέπονο στο ασημένιο ποτήρι του και κοίταξε το τραπέζι συνοφρυωμένος. Πάλι! Η ζαριά του γαλανομάτη κυλούσε στο τραπέζι και τα ζάρια σταμάτησαν δείχνοντας τρεις κορώνες, ένα τριαντάφυλλο και ένα ραβδί. Μουρμουρητά απλώθηκαν ολόγυρα στο τραπέζι για τη νίκη του.
«Μα το αίμα και τις στάχτες», μουρμούρισε ο Ματ. «Να δεις που μετά θα έρθει η Κόρη των Εννέα Φεγγαριών να με ζητήσει». Ο γαλανομάτης παραλίγο θα πνιγόταν με το ποτό της νίκης του. «Ξέρεις το όνομα;» ρώτησε ο Ματ.
«Στραβοκατάπια το παντς», είπε ο άλλος με μαλακή, συρτή προφορά την οποία ο Ματ δεν αναγνώριζε. «Ποιο όνομα είπες;»
Ο Ματ έκανε μια χειρονομία κατευνασμού· είχε δει καυγάδες να ξεκινούν με πιο ασήμαντη αφορμή. Έριξε το χρυσάφι και το ασήμι στο πουγκί του και το έχωσε στην τσέπη του σακακιού του καθώς σηκωνόταν. «Τελείωσα. Η ευλογία του Φωτός σ’ όλους εδώ». Όλοι στο τραπέζι επανέλαβαν την ευχή, ακόμα και οι ξενομερίτες. Ο κόσμος στο Έμπου Νταρ ήταν πολύ ευγενικός.
Παρ’ όλο που ακόμα δεν είχε μεσημεριάσει, η κοινή αίθουσα ήταν σχεδόν πλήρης, και υπήρχε άλλη μια ομάδα που έπαιζε ζάρια με γέλια και βογκητά. Δύο από τους νεότερους γιους της Κυράς Ανάν βοηθούσαν τις σερβιτόρες να σερβίρουν πρωινό σε καθυστερημένους. Η πανδοχέας καθόταν στο βάθος της αίθουσας κοντά στα σκαλιά από άσπρη πέτρα που δεν είχαν κάγκελα, χωρίς της ξεφεύγει τίποτα απ’ ό,τι γινόταν, μαζί με μια νεαρή κουκλίτσα που τα μεγάλα μαύρα μάτια της είχαν μια κεφάτη λάμψη, σαν να ήξερε ένα αστείο που το αγνοούσαν όλοι οι άλλοι. Το πρόσωπό της ήταν ένα τέλειο οβάλ ανάμεσά στα στιλπνά μελαχρινά μαλλιά της, και το βαθύ ντεκολτέ του γκρίζου φορέματός της με την κόκκινη ζώνη έδειχνε μια σκανδαλιστική εικόνα. Η ευθυμία που πρόδιδαν τα μάτια της εντάθηκε καθώς χαμογελούσε στον Ματ.
«Με την τύχη που έχεις, Άρχοντα Κώθον», είπε η Κυρά Ανάν, «ο σύζυγος μου θα ’πρεπε να σε ρωτά που να στείλει τις ψαρόβαρκές του». Για κάποιο λόγο, ο τόνος της ήταν ξερός.
Ο Ματ δέχτηκε τον τίτλο χωρίς να παίξει τα μάτια. Στο Έμπου Νταρ, ελάχιστοι θα προσκαλούσαν σε μονομαχία κάποιον άρχοντα εκτός από άλλους άρχοντες· γι’ αυτόν, ήταν απλή αριθμητική. Υπήρχαν λιγότεροι άρχοντες παρά απλοί άνθρωποι , κι αυτό σήμαινε λιγότερες πιθανότητες να προσπαθήσει να τον μαχαιρώσει κάποιος. Ακόμα κι έτσι, είχε αναγκαστεί να σπάσει τρία κεφάλια το τελευταίο δεκαήμερο. «Φοβάμαι πως η τύχη μου δεν φτάνει ως εκεί, Κυρά».
Ο Όλβερ ξεφύτρωσε ξαφνικά στο πλάι του. «Μπορούμε να πάμε για κούρσες με τα άλογα, Ματ;» ζήτησε με ενθουσιασμό. Η Φρίλε, η μεσαία κόρη της Κυράς Ανάν, ήρθε τρέχοντας και άρπαξε το αγόρι από τους ώμους. «Να με συμπαθάς, Άρχοντα Κώθον», είπε ανήσυχα. «Μου ξέφυγε. Μα την αλήθεια του Φωτός, μου ξέφυγε». Σε λίγο θα παντρευόταν —το σφιχτό ασημένιο μενταγιόν για το γάμο της ήδη κύκλωνε το λεπτό λαιμουδάκι της— και είχε προθυμοποιηθεί να προσέχει τον Όλβερ, λέγοντας γελαστά ότι ήθελε να κάνει έξι γιους. Ο Ματ υποψιαζόταν πως είχε αρχίσει να εύχεται για θυγατέρες.
Ο Ναλέσεν που κατέβαινε τα σκαλιά ήταν ο αποδέκτης της άγριας ματιάς του Ματ, που ήταν αρκετά άγρια για να ακινητοποιήσει τον Δακρυνό επιτόπου. Ο Ναλέσεν ήταν εκείνος που είχε δηλώσει τον Άνεμο για να λάβει μέρος σε δύο ιπποδρομίες, με τον Όλβερ αναβάτη —εδώ ίππευαν τα αγόρια— και ο Ματ δεν είχε μάθει το παραμικρό παρά μόνο εκ των υστέρων. Το χειρότερο ήταν ότι ο Άνεμος είχε αποδειχθεί αντάξιος του ονόματος του. Οι δύο νίκες είχαν κάνει τον Όλβερ να ζητά κι άλλο. «Δεν είναι δικό σου το σφάλμα, Κυρά», είπε ο Ματ στη Φρίλε. «Βάλε τον σε ένα βαρέλι αν χρειαστεί, με την ευλογία μου».