Выбрать главу

Ο Όλβερ τον κοίταξε επιτιμητικά, αλλά μετά από μια στιγμή στριφογύρισε από την άλλη και χάρισε στη Φρίλε ένα αυθάδικο χαμόγελο που είχε δει από κάπου. Φαινόταν παράξενο μαζί με τα μεγάλα αυτιά του και το πλατύ στόμα· ο Όλβερ δεν θα γινόταν ποτέ του ωραίο παλικάρι. «Θα κάτσω ήσυχα αν μ’ αφήσεις να κοιτάζω τα μάτια σου. Έχεις όμορφα μάτια».

Η Φρίλε είχε πάρει πολλά από τη μητέρα της, κι όχι μόνο την εμφάνισή της. Γέλασε γλυκά και του χάιδεψε το πηγούνι, κάνοντάς τον να κοκκινίσει. Η μητέρα της και η νεαρή με τα μεγάλα μάτια χαμογέλασαν προς το τραπέζι.

Ο Ματ, κουνώντας το κεφάλι, πήρε να ανεβαίνει τη σκάλα. Έπρεπε να μιλήσει στον μικρό. Δεν μπορούσε να χαμογελά έτσι σ’ όποια γυναίκα έβρισκε. Και πού ακούστηκε να λέει σε μια γυναίκα ότι είχε όμορφα μάτια! Στην ηλικία του! Ο Ματ δεν ήξερε από πού το είχε πάρει αυτό ο Όλβερ.

Όταν έφτασε μπροστά στον Ναλέσεν, ο άλλος είπε, «Πάλι το έσκασαν, ε». Δεν ήταν ερώτηση, και όταν ο Ματ ένευσε, ο Ναλέσεν τράβηξε απότομα το μυτερό γένι του και έβρισε. «Θα μαζέψω τους άνδρες, Ματ».

Ο Νέριμ καταγινόταν με το δωμάτιο του Ματ, σκουπίζοντας το τραπέζι μ’ ένα πανί λες και οι καμαριέρες δεν είχαν ήδη ξεσκονίσει εκείνο το πρωί. Μοιραζόταν ένα μικρότερο δωμάτιο παραδίπλα με τον Όλβερ, και σπανίως έβγαινε από την Περιπλανώμενη. Ισχυριζόταν πως το Έμπου Νταρ ήταν πόλη έκλυτη και απολίτιστη.

«Ο Άρχοντάς μου θα βγει έξω;» είπε σκυθρωπά καθώς ο Ματ έπιανε το καπέλο του. «Μ’ αυτό το σακάκι; Φοβάμαι πως υπάρχει ένας λεκές από κρασί στον ώμο από τη χθεσινή βραδιά. Θα τον έβγαζα αν ο Άρχοντάς μου δεν είχε φορέσει όλο βιάση το σακάκι τώρα το πρωί, και θα έραβα επίσης το σχίσιμο —από μαχαίρι, πιστεύω— στο μανίκι».

Ο Ματ τον άφησε να βγάλει ένα γκρίζο σακάκι με ψηλό κολάρο και ασημένια σπειροειδή ποικίλματα στα μανικέτια και του έδωσε το πράσινο το χρυσοκέντητο.

«Πιστεύω πως ο Άρχοντάς μου θα προσπαθήσει να μην το ματώσει σήμερα. Οι λεκέδες από αίμα βγαίνουν πολύ δύσκολα».

Ήταν ένας συμβιβασμός στον οποίο είχαν καταλήξει. Ο Ματ ανεχόταν το βαρύθυμο πρόσωπο του Νέριμ και τις δυσοίωνες παρατηρήσεις του, και τον άφηνε να του καθαρίζει και να του φέρνει πράγματα που θα μπορούσε εύκολα να πάρει και μόνος του· σε αντάλλαγμα, ο Νέριμ είχε συμφωνήσει, απρόθυμα, να μην προσπαθεί να τον ντύσει.

Ο Ματ έλεγξε τα μαχαίρια που ήταν βαλμένα στα μανίκια του, κάτω από το σακάκι και στο γυρισμένο πάνω μέρος από τις μπότες του, άφησε τη λόγχη του να γέρνει στη γωνία μαζί με το αχόρδιστο τόξο και κατέβηκε στο μπροστινό μέρος του πανδοχείου. Η λόγχη έμοιαζε να προσελκύει ηλίθιους που ήθελαν καυγά όπως το μέλι τραβούσε μύγες.

Παρά το καπέλο του, ο ιδρώτας γέμισε στάλες το πρόσωπο του Ματ λίγες στιγμές αφότου βγήκε από τη σκιά και τη σχετική δροσιά του πανδοχείου. Ο πρωινός ήλιος ήταν καυτός όσο θα ήταν ο μεσημεριάτικος υπό φυσιολογικές συνθήκες, αλλά η πλατεία Μολ Χάρα έσφυζε από κόσμο. Στην αρχή ο Ματ στάθηκε κοιτώντας συνοφρυωμένος το Παλάτι Τάρασιν. Αφού ο Τζούιλιν και ο Θομ παρακολουθούσαν από μέσα και ο Βάνιν απ’ έξω, πως κατάφερναν να βγαίνουν χωρίς να τις παίρνουν χαμπάρι; Έβγαιναν έξω σχεδόν καθημερινά. Μετά τις τρεις πρώτες φορές που συνέβη, ο Ματ είχε βάλει άνδρες να κοιτάνε όλες τις εξόδους εκείνου το θολωτού όγκου από λευκή πέτρα και γύψο, παίρνοντας θέση πριν χαράξει. Είχε μετά βίας αρκετούς άνδρες γι’ αυτή τη δουλειά, μαζί με τον ίδιο και τον Ναλέσεν. Κανείς δεν τις είχε δει, όμως λίγο πριν μεσημεριάσει ο Θομ βγήκε και είπε ότι οι γυναίκες με κάποιον τρόπο είχαν βγει έξω. Ο γερο-βάρος έμοιαζε να είναι στα όρια του, έτοιμος να μασήσει τα μουστάκια του. Ο Ματ ήξερε τι συνέβαινε. Το έκαναν μόνο και μόνο για να τον πικάρουν.

Ο Ναλέσεν και οι άλλοι περίμεναν μαζεμένοι κοντά, κατηφείς, κάθιδροι. Ο Ναλέσεν έπαιζε με τη λαβή του σπαθιού του λες και ήθελε σήμερα μια πρόφαση για να το χρησιμοποιήσει. «Σήμερα θα ψάξουμε στην άλλη μεριά του ποταμού», είπε ο Ματ. Αρκετοί από τους Κοκκινόχερους αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές· είχαν ακούσει τις ιστορίες.

Ο Βάνιν ανασάλεψε τα πόδια του, κούνησε το κεφάλι. «Χάσιμο χρόνου», είπε κατηγορηματικά. «Η Αρχόντισσα Ηλαίην δεν θα πήγαινε ποτέ σε τέτοια μέρη. Ίσως η Αελίτισσα, ή η Μπιργκίτε, μα ποτέ η Αρχόντισσα Ηλαίην».

Ο Ματ έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. Πώς είχε καταφέρει η Ηλαίην να χαλάσει τόσο γρήγορα έναν καλό άνθρωπο; Έλπιζε ότι αν περνούσε ένα διάστημα μακριά από την επιρροή της ο Βάνιν θα ξαναρχόταν στα καλά του, μα τώρα τελευταία ο Ματ έχανε αυτή την ελπίδα. Μα το Φως, αηδίαζε με τις αριστοκράτισσες. «Αν δεν τις δούμε σήμερα, ξεχάστε το Ράχαντ —εκεί πέρα θα ξεχωρίζουν σαν ζωγραφιστοί κορυδαλλοί σ’ ένα σμήνος κοτσύφια— αλλά σκοπεύω να τις βρω ακόμα κι αν κρύβονται κάτω από ένα κρεβάτι στο Χάσμα του Χαμού. Ψάξτε κατά δυάδες, όπως συνήθως, και προσέχτε ο ένας τα νώτα του άλλου. Τώρα, θα βρούμε βαρκάρηδες να μας περάσουν απέναντι. Που να καώ, ελπίζω να μην πήγαν όλοι να πουλήσουν φρούτα στα πλοία των Θαλασσινών».