Στα μάτια της Ηλαίην, ο δρόμος έμοιαζε όπως ήταν στον Τελ’αράν’ριοντ, με τούβλινα τετραώροφα και πενταώροφα κτήρια, πρόχειρα ντυμένα εδώ κι εκεί με γύψο που τριβόταν. Οι σκιές εξαφανιζόταν ολότελα απ’ αυτά τα στενάκια μόνο αυτή την ώρα της μέρας, με τον χρυσό ήλιο να καίει πάνω από τα κεφάλια τους. Παντού βούιζαν μύγες. Οι μόνες διαφορές από τον Κόσμο των Ονείρων ήταν οι απλωμένες μπουγάδες που κρέμονταν από τα παράθυρα, οι άνθρωποι —φυσικά, αυτή τη στιγμή δεν υπήρχαν πολλοί έξω— και η μυρωδιά, ένα βαθύ, δριμύ μίασμα σαπίλας που προσπαθούσε να το αποφύγει παίρνοντας ρηχές ανάσες. Δυστυχώς, όλοι οι δρόμοι στο Ράχαντ έμοιαζαν ίδιοι.
Σταμάτησε τη Μπιργκίτε βάζοντας το χέρι στον ώμο της κι κοίταξε μια λεκιασμένη τούβλινη πρόσοψη με τριμμένα φρεσκοπλυμένα ρούχα να κρέμονται από τα μισά παράθυρα. Κάπου από μέσα ακουγόταν το ψιλό κλάμα ενός μωρού. Το κτήριο είχε το σωστό αριθμό ορόφων, πέντε. Ήταν σίγουρη πως ήταν πέντε. Η Νυνάβε επέμενε πως ήταν τέσσερις.
«Δεν νομίζω ότι πρέπει να καθόμαστε και να χαζεύουμε», είπε μαλακά η Μπιργκίτε. «Οι άνθρωποι μας κοιτάνε».
Αυτό δεν ήταν ακριβώς αλήθεια, απλώς η Μπιργκίτε ανησυχούσε γι’ αυτήν. Άνδρες δίχως πουκάμισα που συχνά φορούσαν κουρελιασμένα γιλέκα προχωρούσαν στο δρόμο με το φως του ήλιου να αστράφτει στους μπρούτζινους κρίκους στα αυτιά τους και τα μπρούτζινα δαχτυλίδια με τα πολύχρωμα γυαλάκια, ή σέρνονταν σαν κακότροπο σκυλί που μπορεί να γάβγιζε, μπορεί και να δάγκωνε. Από την άλλη, ίδιες ήταν και οι γυναίκες, με φθαρμένα φορέματα, που είχαν κι αυτές κοσμήματα από μπρούτζο και γυαλί. Όλοι φορούσαν κυρτό εγχειρίδιο στη ζώνη, και συχνά ένα απλό μαχαίρι επιπλέον.
Στην πραγματικότητα, κανείς δεν τους έριχνε δεύτερη ματιά, αν και το γερασμένο πρόσωπο της Μπιργκίτε είχε συχνά μια επιθετική έκφραση, ενώ η ίδια η Ηλαίην ήταν ψηλή για Εμπουνταρινή. Τουλάχιστον αυτό ήταν που έβλεπε ο κόσμος, μέσω κάθε άλλο παρά απλών υφάνσεων από Αέρα και Φωτιά που η Ηλαίην τις είχε αντιστρέψει και τις είχε στερεώσει μόνη της. Όταν η Ηλαίην κοίταζε τη Μπιργκίτε, έβλεπε μια γυναίκα με ψιλές ρυτιδούλες στις άκρες των μαύρων ματιών της και μελαχρινά μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Όσο πιο κοντά έμενες στην πραγματική εμφάνιση του προσώπου, τόσο πιο εύκολες ήταν αυτές οι μεταμφιέσεις, κι έτσι τα μαλλιά που κατηφόριζαν την πλάτη της Μπιργκίτε, δεμένα σε τέσσερα σημεία με κουρελιασμένη πράσινη κορδέλα, ήταν αρκετά μακρύτερα από ό,τι συνήθιζαν οι Εμπουνταρινές, όμως ούτε και η Ηλαίην είχε κόψει τα μαλλιά της, και κανείς δεν φαινόταν να δίνει σημασία. Ήταν μια τέλεια μεταμφίεση· απλώς ευχόταν να μην ίδρωνε. Με την προσθήκη μιας ακόμα πολυπλοκότερης ύφανσης Πνεύματος που έκρυβε την ικανότητα μιας γυναίκας να διαβιβάζει, η Ηλαίην βγαίνοντας από το Παλάτι τώρα το πρωί είχε προσπεράσει τη Μέριλιλ. Ακόμα τη φορούσε· είχε δει τη Βαντέν και την Αντελέας στην από δω όχθη του ποταμού, κι όχι μόνο μια φορά.
Τα ρούχα τους φυσικά δεν ήταν μέρος της ύφανσης, αλλά φθαρμένα μάλλινα φορέματα με τριμμένα κεντίδια στα μανίκια και γύρω από τα βαθιά, στενά ντεκολτέ. Τα μισοφόρια και οι κάλτσες ήταν κι αυτά μάλλινα, και αυτά που φορούσε η Ηλαίην τη φαγούριζαν. Τους τα είχε προμηθεύσει η Τάυλιν, μαζί με αρκετές συμβουλές και τα γαμήλια μαχαίρια με τα λευκά θηκάρια. Απ’ ό,τι φαινόταν, οι παντρεμένες γυναίκες ήταν λιγότερο πιθανό να δεχτούν πρόκληση απ’ όσο οι ανύπαντρες, και λιγότερο απ’ όλες οι χήρες που απέρριπταν άλλο γάμο. Βοηθούσε επίσης και η ηλικία. Κανείς δεν προκαλούσε μια γκριζομάλλα γιαγιά, αν και μπορεί να σε προκαλούσε εκείνη.
«Νομίζω ότι πρέπει να μπούμε», είπε η Ηλαίην, και η Μπιργκίτε προπορεύτηκε, με το ένα χέρι στο μαχαίρι στην τραχιά καφέ μάλλινη ζώνη της, κι άνοιξε την άβαφη πόρτα. Μέσα υπήρχε ένας μισοσκότεινος διάδρομος με κακοφτιαγμένες πόρτες δεξιά κι αριστερά, και πίσω μια απότομη, στενή σκάλα από ραγισμένα τούβλα. Η Ηλαίην δεν αναστέναξε από ανακούφιση.
Παρά τα λευκά θηκάρια, το να μπεις σε ένα κτήριο όπου δεν είχες καμία δουλειά ήταν ένας καλός τρόπος για να μπλέξεις σε καυγά με μαχαίρια. Το ίδιο και το να κάνεις ερωτήσεις ή να δείξεις περιέργεια. Η Τάυλιν τις είχε συμβουλέψει να μην το κάνουν, όμως την πρώτη μέρα είχαν επισκεφθεί πανδοχεία, που τα αναγνώριζες μόνο από τη γαλάζια πόρτα τους, σκοπεύοντας να πουν ότι αγόραζαν πράγματα από παλιές αποθήκες για να τα διορθώσουν και να τα πουλήσουν. Είχε πάει με τη Μπιργκίτε και είχε στείλει τη Νυνάβε με την Αβιέντα για να καλύψουν περισσότερο έδαφος. Οι κοινές αίθουσες ήταν λερά, σκοτεινά μέρη, και δυο φορές σε δυο απόπειρες η Μπιργκίτε την είχε βγάλει βιαστικά έξω, ενώ και οι δύο τους είχαν βγάλει και κράδαιναν τα εγχειρίδια, μόλις πριν ξεσπάσει άσχημος καυγάς. Τη δεύτερη φορά, η Ηλαίην χρειάστηκε να διαβιβάσει για λίγο, κάνοντας δυο γυναίκες που τις είχαν ακολουθήσει στο δρόμο να σκοντάψουν· ακόμα κι έτσι, η Μπιργκίτε ήταν σίγουρη πως κάποιος τις ακολουθούσε ολόκληρη τη μέρα. Η Νυνάβε και η Αβιέντα είχαν αντιμετωπίσει τις ίδιες δυσκολίες, μόνο που εκείνες τις είχαν όντως ακολουθήσει· η Νυνάβε είχε φτάσει στο σημείο χτυπήσει μια άλλη γυναίκα μ’ ένα σκαμνί. Εγκατέλειψαν λοιπόν ακόμα και τις αθώες ερωτήσεις, και έλπιζαν να μην πέσουν σε κανένα μαχαίρι μπαίνοντας από την πόρτα.