Выбрать главу

Τουλάχιστον έτσι πίστευαν όλοι, όμως η Νυνάβε είχε την άποψη ότι η Μία Δύναμη μπορούσε να θεραπεύσει τα πάντα εκτός από τον θάνατο. «Αν έχεις να συνεισφέρεις κάτι χρήσιμο, Μάριγκαν», την αποπήρε, «τότε πες το. Αν όχι, κλείσε το στόμα σου».

Η Μάριγκαν ζάρωσε πάλι στον τοίχο, με μάτια που έλαμπαν κι ήταν στυλωμένα στη Νυνάβε. Το βραχιόλι της μετέφερε φόβο και μίσος, αλλά βέβαια πάντα αυτό έδειχνε, άλλοτε λίγο κι άλλοτε πολύ. Οι αιχμάλωτοι σπανίως αγαπούσαν τους δεσμοφύλακές τους, ακόμα κι όταν ήξεραν —ειδικά τότε, ίσως— ότι τους άξιζε η αιχμαλωσία και κάτι ακόμα χειρότερο. Το πρόβλημα ήταν ότι η Μάριγκαν έλεγε επίσης ότι η αποκοπή —το σιγάνεμα— δεν Θεραπευόταν. Όλο κόμπαζε, βέβαια, ότι στην Εποχή των Θρύλων μπορούσες να Θεραπεύσεις τα πάντα εκτός από τον θάνατο, ότι αυτό που τώρα το Κίτρινο Άτζα αποκαλούσε Θεραπεία ήταν απλώς πρόχειρα γιατροσόφια για το πεδίο της μάχης. Αλλά όταν προσπαθούσες να μιλήσει πιο συγκεκριμένα, να κάνει έστω και μια νύξη για τον τρόπο, δεν έβγαζες τίποτα. Η Μάριγκαν ήξερε για τη Θεραπεία όσα η Νυνάβε ήξερε για τη δουλειά των σιδηρουργών, δηλαδή ότι έβαζες μέταλλο σε αναμμένα κάρβουνα και το χτυπούσες με σφυρί. Αυτό, φυσικά, δεν αρκούσε για να κατασκευάσεις ένα πέταλο. Ή για να Θεραπεύσεις κάτι χειρότερο από μελανιά.

Στρίβοντας στην καρέκλα της, η Νυνάβε κοίταξε εξεταστικά τη Σιουάν και τη Ληάνε. Είχαν περάσει μέρες έτσι, κάθε φορά που μπορούσε να τις πάρει από τις άλλες δουλειές τους, κι ως τώρα δεν είχε μάθει τίποτα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι στριφογυρνούσε το βραχιόλι στον καρπό της. Όποιο κι αν ήταν το όφελος, σιχαινόταν να είναι συνδεμένη μ’ αυτή τη γυναίκα. Η αίσθηση οικειότητας της προκαλούσε αηδία. Τουλάχιστον προσπάθησα να μάθω κάτι, σκέφτηκε. Κι αποκλείεται να ήταν χειρότερο από τις άλλες αποτυχίες.

Έλυσε με προσοχή το βραχιόλι —ήταν αδύνατο να βρεις την αγκράφα αν δεν ήξερες πώς— και το έδωσε στη Σιουάν. «Φόρεσέ το». Ήταν πικρό να χάνεις τη Δύναμη, αλλά έπρεπε να το κάνει. Το ότι έχανε τα κύματα εκείνων των συναισθημάτων ήταν σαν να είχε κάνει μπάνιο. Η Μάριγκαν με το βλέμμα ακολούθησε το κοντό ασημένιο λουρί σαν να ήταν υπνωτισμένη.

«Γιατί;» ζήτησε να μάθει η Σιουάν. «Μου είπες ότι αυτό το πράγμα δουλεύει μόνο σε—»

«Φόρεσε το που σου λέω, Σιουάν».

Η Σιουάν την κοίταξε πεισματικά για μια στιγμή —Μα το Φως, ώρες-ώρες αυτή η γυναίκα ήταν αγύριστο κεφάλι!— πριν κλείσει το βραχιόλι στον καρπό της. Αμέσως μια αίσθηση θαυμασμού ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της, και τα μάτια της στένεψαν καθώς κοίταζαν τη Μάριγκαν. «Μας μισεί, όμως αυτό το γνώριζα ήδη. Υπάρχει επίσης φόβος, και... σοκ. Η έκφραση της δείχνει αταραξία, όμως είναι σοκαρισμένη βαθιά μέσα της. Δεν νομίζω πως πίστευε ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω αυτό το πράγμα».

Η Μάριγκαν ανασάλεψε ανήσυχα. Μέχρι τώρα, απ’ όσες ήξεραν γι’ αυτήν, μόνο δύο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το βραχιόλι. Αν ήταν τέσσερις, θα είχαν περισσότερες ευκαιρίες για να την ανακρίνουν. Επιφανειακά, έδειχνε να συνεργάζεται πλήρως, άραγε όμως πόσα πράγματα έκρυβε; Όσο περισσότερα μπορούσε· η Νυνάβε ήταν σίγουρη γι’ αυτό.

Η Σιουάν αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της. «Και να που δεν μπορώ. Θα έπρεπε να μπορώ να αγγίξω την Πηγή μέσω αυτής, σωστά; Ε, δεν μπορώ. Πιο εύκολο θα ήταν για ένα ψάρι γκράντερ να σκαρφαλώσει σε δένδρο. Με γαλήνεψαν, μια για πάντα. Πώς το βγάζω τώρα;» Ψαχούλεψε το βραχιόλι. «Πώς το βγάζω το άτιμο;»

Η Νυνάβε άγγιξε απαλά το χέρι της Σιουάν πάνω από το βραχιόλι. «Δεν καταλαβαίνεις; Το βραχιόλι δεν λειτουργεί για τις γυναίκες που δεν μπορούν να διαβιβάσουν, όπως δεν επιδρά πάνω της ούτε το περιδέραιο. Αν βάλω καμία από τις μαγείρισσες να τα δοκιμάσουν, πάνω τους θα είναι απλώς ωραία κοσμήματα».

«Άσε τις μαγείρισσες τώρα», είπε κοφτά η Σιουάν. «Δεν μπορώ να διαβιβάσω. Με γαλήνεψαν».

«Αλλά υπάρχει κάτι που μπορεί να Θεραπευθεί», επέμεινε η Νυνάβε, «αλλιώς δεν θα ένιωθες τίποτα μέσω του βραχιολιού».

Η Σιουάν τράβηξε το χέρι της κι άπλωσε τον καρπό της. «Βγάλ’ το».

Η Νυνάβε υπάκουσε, κουνώντας το κεφάλι. Κάποιες φορές η Σιουάν ήταν ξεροκέφαλη σαν άνδρας!

Όταν έτεινε το βραχιόλι στη Ληάνε, η Ντομανή σήκωσε πρόθυμα τον καρπό της. Η Ληάνε έκανε πως ήταν αδιάφορη όσο κι η Σιουάν για το ότι είχε σιγανευτεί —όσο αδιάφορη προσποιούταν η Σιουάν πως ήταν— αλλά δεν ήταν πάντα πειστική. Υποτίθεται πως ο μόνος τρόπος ώστε να επιζήσεις για καιρό από το σιγάνεμα ήταν να βρεις κάτι άλλο για να γεμίσεις τη ζωή σου, για να γεμίσεις το κενό που είχε αφήσει η Μία Δύναμη. Η Σιουάν κι η Ληάνε είχαν βρει κάτι: διηύθυναν τα δίκτυα των πρακτόρων και, το σημαντικότερο, προσπαθούσαν να πείσουν τις Άες Σεντάι που ήταν εδώ, στο Σαλιντάρ να υποστηρίξουν τον Ραντ αλ’Θόρ ως τον Αναγεννημένο Δράκοντα δίχως αυτές να καταλάβουν τι ήταν αυτό που έκαναν.