Выбрать главу

Η Μπιργκίτε ανέβηκε τα απότομα σκαλιά μπροστά της, αν και συχνά έριχνε ματιές πίσω. Οι μυρωδιές από φαγητό που μαγειρευόταν γινόταν ένα με τη γενική δυσοσμία του Ράχαντ με αηδιαστικό αποτέλεσμα. Το μωρό έπαψε να κλαίει, όμως κάπου στο κτήριο μια γυναίκα άρχισε να φωνάζει. Στο δεύτερο όροφο, ένας άνδρας με χοντρούς ώμους δίχως πουκάμισο ή γιλέκο άνοιξε την πόρτα ακριβώς τη στιγμή που έβγαιναν από τη σκάλα. Η Μπιργκίτε τον κοίταξε συνοφρυωμένη και εκείνος σήκωσε τα δύο χέρια, με τις παλάμες προς το μέρος τους και ξαναμπήκε από το διάδρομο στο δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα με μια κλωτσιά. Στον τελευταίο όροφο, εκεί που έπρεπε να βρίσκεται η αποθήκη αν ήταν το σωστό κτήριο, μια λιπόσαρκη γυναίκα με τριμμένο λινό μισοφόρι καθόταν σε ένα σκαμνί στην είσοδο του σπιτιού, για να απολαύσει την ελάχιστη αύρα που έπνεε, ενώ ταυτοχρόνως ακόνιζε το εγχειρίδιο της. Το κεφάλι της στράφηκε προς το μέρος τους και η λεπίδα έπαψε να πηγαινοέρχεται στην ακονόπετρα. Δεν τράβηξε το βλέμμα από πάνω τους καθώς αυτές οπισθοχωρούσαν αργά στα σκαλιά, και το μαλακό ξύσιμο του μετάλλου στην πέτρα δεν ξανάρχισε παρά μόνο όταν έφτασαν στο κάτω μέρος της σκάλας. Η Ηλαίην τότε άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης.

Χαιρόταν με το παραπάνω που η Νυνάβε δεν είχε δεχθεί να βάλουν στοίχημα. Δέκα μέρες. Τι ηλίθια αισιοδοξία ήταν εκείνη. Τώρα βρίσκονταν στην ενδέκατη μέρα μετά από τους κομπασμούς της, έντεκα μέρες που μερικές φορές νόμιζε πως το απόγευμα είχαν βρεθεί στο ίδιο κτήριο που ήταν και το πρωί, έντεκα μέρες δίχως ιδέα για το πού ήταν η γαβάθα. Μερικές φορές έμεναν στο Παλάτι μόνο και μόνο για να ξεζαλιστούν. Ήταν όλα τόσο απογοητευτικά. Τουλάχιστον η Βαντέν και η Αντελέας δεν είχαν καλύτερη τύχη. Απ’ ό,τι έβλεπε η Ηλαίην, κανένας στο Ράχαντ δεν είχε διάθεση να πει έστω και δυο λόγια σε Άες Σεντάι. Οι άνθρωποι εξαφανίζονταν μόλις αντιλαμβάνονταν τι ήταν αυτές· είχε δει δυο γυναίκες να προσπαθούν να μαχαιρώσουν την Αντελέας, σίγουρα για να ληστέψουν εκείνη την ανόητη που περπατούσε στο Ράχαντ με μεταξωτό φόρεμα, και όταν η Καφέ αδελφή τις είχε σηκώσει με ροές Αέρα και τις είχε χώσει σε ένα παράθυρο ένα-δυο ορόφους ψηλότερα, ο δρόμος είχε ερημώσει από κόσμο. Δεν θα άφηνε αυτές τις δύο να βρουν τη γαβάθα της και να της την αρπάξουν κάτω από τη μύτη της.

Όταν ξαναβρέθηκαν στο δρόμο έξω, δέχτηκε άλλη μια υπενθύμιση ότι στο Ράχαντ υπήρχαν και χειρότερα πράγματα από την απογοήτευση. Μπροστά στα μάτια της, ένας λεπτός άνδρας που κρατούσε μαχαίρι και με το στήθος γεμάτο αίματα βγήκε μ’ ένα σάλτο από μια πόρτα και στριφογύρισε αμέσως για να αντιμετωπίσει έναν άλλο άνδρα που τον ακολούθησε· ο δεύτερος ήταν ψηλότερος και βαρύτερος και αιμορραγούσε από το μάγουλο. Άρχισαν να κυκλώνουν ο ένας τον άλλο, με τις απλωμένες λεπίδες να σχίζουν και να καρφώνουν τον αέρα. Ένα μικρό πλήθος συγκεντρώθηκε για να δει, λες και είχε ξεφυτρώσει από το τραχύ πλακόστρωτο· κανείς δεν ήρθε τρέχοντας, μα κανείς δεν προσπερνούσε.

Η Ηλαίην και η Μπιργκίτε προχώρησαν στην άκρη του δρόμου, όμως δεν έφυγαν. Στο Ράχαντ, αν έφευγαν θα κινούσαν την προσοχή, που ήταν το τελευταίο που ήθελαν. Για να γίνουν ένα με τον κόσμο έπρεπε να παρακολουθήσουν το θέαμα, όμως η Ηλαίην κατάφερε να στυλώσει το βλέμμα πιο πέρα από τους δύο άνδρες, βλέποντας μόνο αόριστες θολούρες από γοργές κινήσεις ώσπου ξαφνικά οι κινήσεις βράδυναν. Βλεφάρισε και πίεσε τον εαυτό της να δει. Ο άνδρας με το αίμα στο στήθος τριγυρνούσε καμαρωτός, χαμογελώντας και χειρονομώντας με τη λεπίδα που έσταζε κατακόκκινη. Ο μεγαλόσωμος κειτόταν μπρούμυτα στο δρόμο, βήχοντας κοφτά, αδύναμα, ούτε είκοσι βήματα μακρύτερά της.