Η Ηλαίην κινήθηκε ενστικτωδώς —μπορεί να είχε ελάχιστη ικανότητα στη Θεραπεία, όμως κάτι ήταν κι αυτό αφού ο άνθρωπος πέθαινε από αιμορραγία· ας πήγαινε στο Χάσμα του Χαμού η όποια γνώμη είχαν εδώ για τις Άες Σεντάι— αλλά όμως πριν κάνει δεύτερο βήμα, μια άλλη γυναίκα γονάτισε στο πλευρό του άνδρα. Ήταν ίσως λίγο μεγαλύτερη από τη Νυνάβε, φορούσε γαλάζιο φόρεμα με κόκκινη ζώνη σε κάπως καλύτερη κατάσταση από τους περισσότερους άλλους στο Ράχαντ. Η Ηλαίην νόμισε στην αρχή πως ήταν η αγαπητικιά του ετοιμοθάνατου, ειδικά όταν ο νικητής της μονομαχίας σοβάρεψε. Κανείς από τους θεατές δεν έκανε να φύγει· όλοι παρακολουθούσαν σιωπηλά καθώς η γυναίκα γυρνούσε τον άνδρα ανάσκελα.
Η Ηλαίην τινάχτηκε όταν η γυναίκα, αντί να σκουπίσει στοργικά το αίμα από τα χείλη του, έβγαλε μια χούφτα βότανα από το πουγκί της και του έριξε βιαστικά μερικά στο στόμα. Πριν το χέρι της φύγει από το πρόσωπό της, την αγκάλιασε η λάμψη του σαϊντάρ, και άρχισε να υφαίνει τις ροές της Θεραπείας με μεγαλύτερη επιδεξιότητα απ’ όσο θα μπορούσε να κάνει το ίδιο πράγμα η Ηλαίην. Ο άνθρωπος άφησε μια κοφτή ανάσα, αρκετά δυνατά για να βγάλει τα περισσότερα φυλλαράκια — κι έμεινε ασάλευτος, με τα μισάνοιχτα μάτια του να ατενίζουν τον ήλιο.
«Μάλλον ήταν πολύ αργά». Η γυναίκα σηκώθηκε και αντίκρισε τον λιγνό. «Μπάρις, πρέπει να πεις στη γυναίκα του Μάσικ ότι σκότωσες τον άνδρα της».
«Ναι, Άσρα», αποκρίθηκε συνεσταλμένα ο Μπάρις.
Η Άσρα γύρισε να φύγει χωρίς να ρίξει άλλη ματιά στους δύο άνδρες, και το αραιό πλήθος άνοιξε μπροστά της. Καθώς περνούσε λίγα βήματα παραπέρα από την Ηλαίην και τη Μπιργκίτε, η Ηλαίην πρόσεξε δύο πράγματα πάνω της. Το ένα ήταν η δύναμή της· η Ηλαίην τη δοκίμασε σκοπίμως. Περίμενε ότι θα έβρισκε ότι η γυναίκα ήταν αρκετά δυνατή, όμως βρήκε ότι η Άσρα δεν θα επιτρεπόταν να περάσει από τη δοκιμασία για να γίνει Αποδεχθείσα. Η Θεραπεία πρέπει να ήταν το ισχυρότερο Ταλέντο της —ίσως το μοναδικό, μιας και ήταν αδέσποτη— και ήταν καλά εξασκημένο από τη χρήση. Ίσως να πίστευε ότι εκείνα τα βότανα ήταν αναγκαία. Το δεύτερο που πρόσεξε η Ηλαίην ήταν το πρόσωπο της γυναίκας. Δεν ήταν ηλιοκαμένο όπως είχε υποθέσει αρχικά. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι η Άσρα ήταν Ντομανή. Τι στο Φως γύρευε στο Ράχαντ μια Ντομανή αδέσποτη;
Η Ηλαίην ίσως έπαιρνε στο κατόπι αυτή τη γυναίκα αν η Μπιργκίτε δεν την τραβούσε από την άλλη μεριά. «Το ξέρω αυτό το βλέμμα σου, Ηλαίην». Τα μάτια της Μπιργκίτε χτένιζαν το δρόμο σαν να περίμενε ότι κάποιοι από τους διαβάτες έστηναν αυτί να τις ακούσουν. «Δεν ξέρω γιατί θέλεις να κυνηγήσεις αυτή τη γυναίκα, αλλά δείχνει να έχει το σεβασμό του κόσμου. Αν την πλησιάσεις, ίσως να στραφούν περισσότερες λεπίδες εναντίον σου απ’ όσες μπορούμε να αποκρούσουμε οι δυο μαζί».
Αυτή ήταν η απλή αλήθεια, όπως και το γεγονός ότι δεν είχε έρθει στο Έμπου Νταρ για να βρει Ντομανές αδέσποτες.
Άγγιξε το μπράτσο της Μπιργκίτε και έκανε νόημα προς δύο άνδρες που έστριβαν τη γωνιά μπροστά τους. Ο Ναλέσεν φορούσε ριγέ σατέν γαλάζιο σακάκι, ολόιδιος Δακρυνός άρχοντας· το σακάκι με την επένδυση ήταν κουμπωμένο ως το λαιμό του, και το ιδρωμένο πρόσωπο του γυάλιζε όσο και το λαδωμένο γενάκι του. Αγριοκοίταζε όποιον του έριχνε έστω μια τυχαία ματιά, τόσο πολύ που σίγουρα θα είχε μπλέξει σε καυγά αν δεν χάιδευε τη λαβή του ξίφους του με ύφος που έλεγε ότι αυτό θα του άρεσε. Ο Ματ, αντιθέτως, δεν έκανε καμία γκριμάτσα. Προχωρούσε με αγέρωχο ύφος και αν δεν είχε ένα δυσαρεστημένο ύφος, θα ’λεγες ότι διασκέδαζε. Με το σακάκι ξεκούμπωτο και το καπέλο κατεβασμένο και το μαντίλι δεμένο στο λαιμό του, έμοιαζε σαν να είχε περάσει όλη τη νύχτα τριγυρίζοντας σε ταβερνεία, κάτι διόλου απίθανο. Προς έκπληξή της, η Ηλαίην συνειδητοποίησε πως είχε μέρες να τον σκεφτεί. Ανυπομονούσε να πιάσει στα χέρια της το τερ’ανγκριάλ του, όμως η γαβάθα ήταν απείρως σημαντικότερη.
«Δεν μου πέρασε από το νου νωρίτερα», μουρμούρισε η Μπιργκίτε, «αλλά νομίζω πως ο Ματ είναι ο πιο επικίνδυνος από τους δύο. Ένας Ν’Σαρ στο Μάμερις. Αναρωτιέμαι τι θέλουν στην από δω μεριά του Έλνταρ».
Η Ηλαίην την κοίταξε παράξενα. Ένας τι που; «Μάλλον ήπιαν όλο το κρασί στην από κει μεριά. Έλα τώρα, Μπιργκίτε, μην τρέχει αλλού ο νους σου από τη δουλειά μας». Αυτή τη φορά δεν θα τη ρωτούσε.
Καθώς ο Ματ και ο Ναλέσεν τις προσπερνούσαν, η Ηλαίην τους ξανάδιωξε από το νου της και περιεργάστηκε το δρόμο. Θα ήταν υπέροχο αν έβρισκαν τη γαβάθα σήμερα. Όχι μόνο επειδή την επόμενη φορά που θα ερχόταν, θα ήταν μαζί με την Αβιέντα. Είχε αρχίσει να τη συμπαθεί —παρά τις άκρως παράξενες ιδέες της για τον Ραντ και για τις δυο τους· άκρως παράξενες!— αλλά είχε την τάση να προσελκύει τις γυναίκες που έδειχναν έτοιμες να τραβήξουν μαχαίρι. Η Αβιέντα έδειχνε απογοητευμένη όταν οι άνδρες χαμήλωναν το βλέμμα όταν τους κοίταζε, αντί να τραβήξουν λεπίδα όπως θα έκανε μια γυναίκα!