«Αυτό εδώ», είπε η Ηλαίην, δείχνοντας με το χέρι. Η Νυνάβε αποκλείεται να είχε δίκιο γι τους τέσσερις ορόφους. Ή μήπως όχι; Η Ηλαίην έλπισε να έβρισκε μια λύση η Εγκουέν.
Η Εγκουέν περίμενε υπομονετικά τον Λογκαίν να πιει λίγο νερό ακόμα. Η σκηνή του δεν ήταν τόσο ευρύχωρη όσο τα διαμερίσματά του στο Σαλιντάρ, όμως ήταν από τις μεγαλύτερες σκηνές του στρατοπέδου. Έπρεπε να υπάρχει χώρος για τις έξι αδελφές που κάθονταν σε σκαμνιά και διατηρούσαν την ασπίδα πάνω του. Η πρότασή της να στερεώσουν την ασπίδα προκάλεσε σχεδόν σοκ στις αδελφές και κάτι σαν περιφρόνηση· καμία δεν ήταν πρόθυμη να συμπράξει με την ιδέα, ειδικά τώρα, τόσο σύντομα μετά από τότε που η Εγκουέν είχε κάνει τέσσερις γυναίκες Άες Σεντάι χωρίς να δοκιμαστούν και χωρίς να περάσουν από τη Ράβδο των Όρκων, κάτι που ίσως να μην έκαναν ποτέ. Η Σιουάν είχε πει ότι δεν θα την υποστήριζαν. Το έθιμο έλεγε έξι αδελφές, αν και ίσως αρκούσαν τρεις αν ο Λογκαίν ήταν τόσο εξασθενημένος όσο η Σιουάν και η Ληάνε, κι επίσης έλεγε ότι η ασπίδα σ’ έναν άνδρα έπρεπε να διατηρείται, όχι να στερεώνεται. Μια μοναχική λάμπα πρόσφερε ένα αμυδρό φως. Η Εγκουέν και ο Λογκαίν κάθονταν σε κουβέρτες που τις είχαν απλώσει σαν χαλιά.
«Για να σε καταλάβω», είπε ο Λογκαίν όταν κατέβασε το κασσιτέρινο ποτήρι. «Θέλεις να μάθεις τι γνώμη έχω εγώ για την αμνηστία του αλ’Θόρ;» Μερικές αδελφές ανασάλεψαν στα σκαμνιά τους, ίσως επειδή είχε αμελήσει να την προσφωνήσει «Μητέρα», αλλά ίσως, το πιθανότερο, επειδή απεχθάνονταν το θέμα.
«Ναι, θέλω να μάθω τις σκέψεις σου. Σίγουρα κάποια γνώμη θα έχεις. Στο Κάεμλυν μαζί του πιθανότατα θα σου έδινε μια τιμητική θέση. Εδώ μπορεί να σε ειρηνέψουν από μέρα σε μέρα. Οπότε. Έξι χρόνια αντιστέκεσαι στην τρέλα, λες. Πόσο πιθανό είναι, νομίζεις, πως μπορεί να τα καταφέρουν εξίσου καλά οι άνδρες που θα πάνε σ’ αυτόν;»
«Στ’ αλήθεια σκοπεύουν να με ειρηνέψουν ξανά;» Η φωνή του ήταν χαμηλή, ο τόνος του πληγωμένος και θυμωμένος. «Προσχώρησα στο στρατόπεδο σας. Έκανε ό,τι μου ζητήθηκε. Προθυμοποιήθηκα να δώσω όποιον όρκο θέλετε».
«Η Αίθουσα θα αποφασίσει σύντομα. Κάποιες θα προτιμούσαν ένα βολικό θάνατο σου. Αν οι Άες Σεντάι πουν την ιστορία σου, όλοι θα ξέρουν ότι οι Άες Σεντάι δεν μπορούν να πουν ψέματα. Αλλά δεν πιστεύω ότι πρέπει να φοβάσαι κάτι τέτοιο. Μας υπηρέτησες καλά και δεν έχω λόγο να αφήσω να πάθεις κάτι. Ό,τι και να συμβεί, μπορείς ακόμα να μας υπηρετήσεις, και να δεις το Κόκκινο Άτζα να τιμωρείται, όπως επιθυμείς».
Ο Λογκαίν ανασηκώθηκε στα γόνατά του γρυλίζοντας και η Εγκουέν αγκάλιασε το σαϊντάρ και τον τύλιξε με ασφάλεια σε ροές Αέρα μέσα σε μια στιγμή. Οι αδελφές που τον θωράκιζαν αφιέρωναν σ’ αυτό όλη τους τη δύναμη —άλλο ένα έθιμο· πρέπει να βάλεις όλη σου τη δύναμη για να θωρακίσεις έναν άνδρα— όμως αρκετές μπορούσαν να μοιράσουν τις υφάνσεις τους και να διοχετεύσουν ένα μέρος σ’ αυτόν, αν πίστευαν ότι θα απειλούσε την Εγκουέν. Δεν ήθελε να ρισκάρει κάποιον τραυματισμό του Λογκαίν.
Οι ροές τον κράτησαν εκεί να γονατίζει, όμως αυτός έδειχνε να τις αγνοεί. «Θέλεις να μάθεις τι γνώμη έχω για την αμνηστία του αλ’Θόρ; Μακάρι να ήμουν τώρα μαζί του! Που να καείτε όλες σας! Έκανα ό,τι μου ζητήσατε! Που να σας κάψει όλες το Φως!»
«Ησύχασε, Αφέντη Λογκαίν». Η Εγκουέν ξαφνιάστηκε που η φωνή της ήταν τόσο σταθερή. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε, αν και όχι επειδή τον φοβόταν. «Ένα πράγμα σου ορκίζομαι. Ποτέ δεν θα σε βλάψω, ούτε θα αφήσω να σε βλάψουν όσοι με ακολουθούν αν περνάει αυτό από τα χέρια μου, εκτός αν στραφείς εναντίον μας». Η οργή είχε χαθεί από το πρόσωπό του, που τώρα ήταν ανέκφραστο. Την άκουγε; «Όμως η Αίθουσα θα κάνει ό,τι αποφασίσει. Ησύχασες τώρα;» Εκείνος ένευσε κουρασμένα, και η Εγκουέν άφησε τις ροές. Ο Λογκαίν σωριάστηκε στο έδαφος, χωρίς να την κοιτάζει. «Θα σου μιλήσω για την αμνηστία όταν θα έχεις ανακτήσει την ψυχραιμία σου. Ίσως σε μια-δυο μέρες». Εκείνος ένευσε ξανά, απότομα, χωρίς να την κοιτάζει ακόμα.
Καθώς η Εγκουέν έβγαινε έξω στο σούρουπο, οι δύο Πρόμαχοι που στέκονταν φρουροί της υποκλίθηκαν. Τουλάχιστον οι Γκαϊντίν δεν νοιάζονταν αν ήταν δεκαοκτώ χρόνων, μια Αποδεχθείσα που είχε γίνει Άες Σεντάι μόνο και μόνο επειδή είχε ανακηρυχθεί Άμερλιν. Για τους Πρόμαχους, οι Άες Σεντάι ήταν Άες Σεντάι και η Άμερλιν ήταν η Άμερλιν. Πάντως άφησε την ανάσα της να βγει μόνο όταν βρέθηκε σε απόσταση που δεν θα την άκουγαν εκείνοι οι δύο.
Το στρατόπεδο ήταν αρκετά μεγάλο, με σκηνές για εκατοντάδες Άες Σεντάι απλωμένες σ’ ολόκληρο το δάσος, για Αποδεχθείσες και μαθητευόμενες και υπηρέτες, με κάρα και άμαξες και άλογα παντού. Στον αέρα απλωνόταν έντονη η ευωδιά του δείπνου που μαγειρευόταν. Ολόγυρα εκτεινόταν οι φωτιές του στρατού του Γκάρεθ Μπράυν· οι περισσότεροι άνδρες εκεί θα κοιμούνταν στο χώμα, όχι σε σκηνές. Η λεγόμενη Ομάδα του Κόκκινου Χεριού ήταν στρατοπεδευμένη το πολύ δυο μίλια νότια. Ήδη είχαν εξυπηρετήσει το σκέλος του σχεδίου της που τους αφορούσε, όπως το είχαν προτείνει η Σιουάν και η Ληάνε.