Выбрать главу

Η δύναμη του Γκάρεθ είχε αυξηθεί τις δεκάξι μέρες που είχαν περάσει μετά την αναχώρησή τους από το Σαλιντάρ. Δύο στρατοί που προέλαυναν αργά προς το βορρά διασχίζοντας την Αλτάρα, προφανώς όχι ιδιαίτερα φιλικοί μεταξύ τους, τραβούσαν την προσοχή. Οι ευγενείς έρχονταν κοπάδι με τους υποτελείς τους για να συμμαχήσουν με τον δυνατότερο από τους δύο στρατούς. Ήταν αλήθεια βέβαια ότι κανείς απ’ αυτούς τους άρχοντες και τις αρχόντισσες δεν θα είχε δώσει τους όρκους που έδιναν αν γνώριζαν ότι δεν θα γινόταν καμία μεγάλη μάχη στις περιοχές τους. Ήταν επίσης αλήθεια ότι αν είχαν την ευχέρεια να διαλέξουν, όλοι θα το έσκαγαν μόλις διαπίστωναν ότι ο στόχος της Εγκουέν ήταν η Ταρ Βάλον και όχι ένας στρατός Δρακορκισμένων. Όμως είχαν δώσει εκείνους τους όρκους, και μάλιστα σε μια Άμερλιν, μπροστά σε Άες Σεντάι που αυτοαποκαλούνταν η Αίθουσα του Θρόνου, μπροστά στα μάτια εκατοντάδων άλλων Άες Σεντάι. Αν καταπατούσες έναν τέτοιο όρκο, κάποια στιγμή θα το μετάνιωνες. Εκτός αυτού, ακόμα κι αν το κεφάλι της Εγκουέν κατέληγε καρφωμένο σε ένα στύλο στο Λευκό Πύργο, κανείς απ’ αυτούς δεν θα πίστευε πως η Ελάιντα θα ξεχνούσε ότι είχαν ορκιστεί. Μπορεί να είχαν παγιδευτεί σε μια συμμαχία, ίσως ακόμα και σε μια σχέση υποτέλειας, όμως θα ήταν πιο ένθερμοι υποστηρικτές της. Ο μόνος τρόπος για να βγουν απ’ αυτή την παγίδα με το τομάρι τους άθικτο θα ήταν αν φρόντιζαν να φορέσει η Εγκουέν το επιτραχήλιο στην Ταρ Βάλον.

Η Σιουάν και η Ληάνε ήταν ανυπομονούσαν γι’ αυτό. Η Εγκουέν δεν ήξερε τι ένιωθε. Αν υπήρχε τρόπος για να ανατρέψουν την Ελάιντα χωρίς να χυθεί ούτε στάλα αίμα, θα άρπαζε την ευκαιρία. Αλλά δεν πίστευε πως υπήρχε τέτοιος τρόπος.

Αφού η Εγκουέν δείπνησε τρώγοντας κάτι με κρέας γίδας, γογγύλια και κάτι άλλο για το οποίο φρόντισε να μη ρωτήσει, η Εγκουέν αποσύρθηκε στη σκηνή της. Δεν ήταν η μεγαλύτερη στο στρατόπεδο, μα ήταν η μεγαλύτερη που προοριζόταν για ένα άτομο. Εκεί ήταν η Τσέσα που περίμενε για να βοηθήσει την Εγκουέν να ξεντυθεί, φλυαρώντας για την είδηση ότι είχε αποκτήσει μερικά από τα πιο όμορφα λινά που είχε δει ποτέ της από την καμαριέρα κάποιας Αλταρανής αρχόντισσας, ένα λεπτό υλικό που προοριζόταν για τα πιο δροσερά μισοφόρια που μπορούσες να φανταστείς. Συχνά η Εγκουέν άφηνε την Τσέσα να κοιμάται στη σκηνή μαζί της για περά, αν και το πρόχειρο στρώμα από κουβέρτες δεν συγκρινόταν με το κρεβατάκι της Τσέσα. Απόψε την έδιωξε όταν ετοιμάστηκε για να πλαγιάσει. Όταν ήσουν Άμερλιν, απολάμβανες κάποια προνόμια. Όπως το να έχεις μια σκηνή μονάχα για την υπηρέτριά σου. Όπως το να κοιμάσαι μονάχη τις νύχτες που ήταν ανάγκη.

Η Εγκουέν δεν ήταν ακόμα τόσο κουρασμένη που να πέσει για ύπνο, όμως αυτό δεν ήταν δύσκολο. Το να βυθιστεί στον ύπνο ήταν απλό ζήτημα· την είχαν εκπαιδεύσει Αελίτισσες Ονειροβάτισσες. Μπήκε στον Τελ’αράν’ριοντ...

...και βρέθηκε να στέκεται στο δωμάτιο που ήταν το γραφείο της στον Μικρό Πύργο για τόσο λίγο διάστημα. Το τραπέζι και οι καρέκλες φυσικά παρέμεναν. Τα έπιπλα δεν τα έπαιρνες μαζί σου όταν ξεκινούσες μ’ ένα στρατό. Όλα τα μέρη είχαν μια άδεια αίσθηση στον Κόσμο των Ονείρων, όμως πολύ περισσότερο εκείνα που ήταν πραγματικά άδεια. Ήδη ο Μικρός Πύργος ήταν σαν... κούφιος.

Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε ριγμένο στο σβέρκο το επιτραχήλιο της Άμερλιν. Μόλις που πρόλαβε να το εξαφανίσει. Μια στιγμή αργότερα, εμφανίστηκαν η Νυνάβε και η Ηλαίην, η Νυνάβε με στέρεη όψη σαν την ίδια, η Εγκουέν ομιχλώδης. Η Σιουάν ήταν απρόθυμη να δώσει το αρχικό τερ’ανγκριάλ δαχτυλίδι· είχε χρειαστεί σαφής εντολή. Η Ηλαίην φορούσε ένα πράσινο φόρεμα με δαντέλα που ξεχείλιζε στους καρπούς τη και διέγραφε ένα στενό αλλά εξαιρετικά βαθύ ντεκολτέ που αποκάλυπτε ένα μαχαίρι κρεμασμένο από ένα σφιχτό χρυσό μενταγιόν, με τη λαβή φωλιασμένη ανάμεσα στα στήθη της γεμάτο μαργαριτάρια και φλογοστάλες. Η Ηλαίην πάντα υιοθετούσε την τοπική μόδα αμέσως όπου κι αν πήγαινε. Η Νυνάβε, όπως ήταν αναμενόμενο, φορούσε γερά μάλλινα Διποταμίτικα ρούχα, σκούρα και απλά.

«Επιτυχία;» ρώτησε όλο ελπίδα η Εγκουέν.

«Όχι ακόμα, μα θα έρθει». Η Ηλαίην φαινόταν τόσο αισιόδοξη που η Εγκουέν παραλίγο θα έμενε να τη χαζεύει· η ίδια έπρεπε να προσπαθήσει σκληρά για να δείξει το ίδιο.