Выбрать главу

«Είμαι σίγουρη πως δεν θα αργήσουμε», είπε η Νυνάβε, με ακόμα πιο θετικό τόνο. Σίγουρα βρίσκονταν σε αδιέξοδο.

Η Εγκουέν αναστέναξε. «Ίσως θα έπρεπε να ξανάρθετε κοντά μου. Είμαι σίγουρη ότι θα βρείτε τη γαβάθα σε μερικές μέρες ακόμα, μα εγώ δεν μπορώ να μη σκέφτομαι όλες αυτές τις ιστορίες». Οι δυο τους ήξεραν να φυλάγονται. Η Εγκουέν το γνώριζε, και θα ήταν ωραία επιγραφή για τα μνήματά τους. Η Σιουάν είχε πει πως καμία από τις ιστορίες που της είχα πει δεν ήταν υπερβολική.

«Α, όχι, Εγκουέν», διαμαρτυρήθηκε η Νυνάβε. «Η γαβάθα είναι πολύ σημαντική. Το ξέρεις. Όλοι θα γίνουν ψητοί αν δεν τη βρούμε».

«Εκτός αυτού», πρόσθεσε η Ηλαίην, «πού νομίζεις ότι θα μπλέξουμε; Κάθε βράδυ κοιμόμαστε στο Παλάτι Τάρασιν, σε περίπτωση που το λησμόνησες, και η Τάυλιν μπορεί να μη μας φιλά για καληνύχτα αλλά είναι εκεί για να μιλάμε». Το φόρεμά της ήταν διαφορετικό· το κόψιμο ήταν ίδιο αλλά το υλικό ήταν τραχύ και φθαρμένο. Η Νυνάβε φορούσε ένα ολόιδιο σχεδόν, μόνο που το μαχαίρι της είχε το πολύ εννιά ή δέκα γυάλινες χάντρες στη λαβή του. Κάθε άλλο παρά ρούχα για παλάτι. Το χειρότερο ήταν ότι προσπαθούσε να πάρει αθώο ύφος. Η Νυνάβε δεν είχε εξασκηθεί σ’ αυτό.

Η Εγκουέν το άφησε να περάσει. Η γαβάθα ήταν όντως σημαντική, μπορούσαν να φυλάγονται, και ήξερε πολύ καλά ότι δεν έψαχναν στο Παλάτι Τάρασιν. Ή μάλλον, παραλίγο θα το άφηνε να περάσει. «Βάλατε τον Ματ να βοηθήσει, σωστά;»

«Τον—» Ξαφνικά η Ηλαίην κατάλαβε τι φόρεμα είχε και τινάχτηκε. Για κάποιο λόγο όμως αυτό που φάνηκε κυρίως να την ξαφνιάζει ήταν το μικρό μαχαίρι. Γούρλωσε τα μάτια, άρπαξε τη λαβή, μια μάζα από μεγάλες κόκκινες και άσπρες γυάλινες χάντρες, και το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο. Μια στιγμή μετά, φορούσε Αντορινή τουαλέτα από πράσινο μετάξι με ψηλό γιακά.

Το αστείο ήταν ότι και η Νυνάβε κατάλαβε τι φορούσε η ίδια μια στιγμή μετά την Ηλαίην, και αντέδρασε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Ακριβώς. Μόνο που, αν η Ηλαίην κοκκίνισε σαν ένα ηλιοβασίλεμα, η Νυνάβε κοκκίνισε σαν δύο. Πριν καν αλλάξει η Ηλαίην, είχε ξαναβρεθεί να φορά τα μάλλινα ρούχα των Δύο Ποταμών.

Η Ηλαίην ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της και είπε απαλά, «Ο Ματ είναι χρήσιμος, πιστεύω, μα δεν μπορούμε να τον αφήσουμε να μπλέκεται στα πόδια μας, Εγκουέν. Τον ξέρεις πώς είναι. Να είσαι σίγουρη όμως ότι αν κάνουμε κάτι επικίνδυνο, θα τον βάλουμε τριγύρω μας μαζί με τους στρατιώτες του». Η Νυνάβε έμεινε σιωπηλή, με μια ξινή έκφραση. Ίσως θυμόταν την απειλή του Ματ.

«Νυνάβε, δεν πιστεύω να τον κακομεταχειρίζεσαι, ε;»

Η Ηλαίην γέλασε. «Εγκουέν, δεν τον κακομεταχειρίζεται καθόλου».

«Είναι η απλή αλήθεια», πρόσθεσε βιαστικά η Νυνάβε. «Δεν τον αποπήρα ούτε στιγμή από τότε που φτάσαμε στο Έμπου Νταρ».

Η Εγκουέν ένευσε με αμφιβολία. Μπορούσε να το ξεδιαλύνει αυτό, αλλά θα χρειαζόταν... Χαμήλωσε το βλέμμα για να βεβαιωθεί πως δεν είχε ξαναεμφανιστεί το επιτραχήλιο, και είδε μόνο ένα τρεμοπαίξιμο το οποίο δεν θα αναγνώριζε ούτε και η ίδια.

«Εγκουέν», είπε η Ηλαίην, «μπόρεσες πια να μιλήσεις με τις Ονειροβάτισσες;»

«Ναι», είπε η Νυνάβε. «Ξέρουν το πρόβλημα;»

«Μίλησα». Η Εγκουέν αναστέναξε. «Η αλήθεια είναι ότι δεν το ξέρουν».

Ήταν μια παράδοξη συνάντηση, μόλις πριν μερικές μέρες, που άρχισε με την Εγκουέν να βρίσκει τα όνειρα της Μπάιρ. Η Μπάιρ και η Μελαίν την είχαν συναντήσει στην Πέτρα του Δακρύου· η Άμυς είχε πει ότι δεν θα δίδασκε άλλο πια την Εγκουέν, και δεν είχε έρθει. Στην αρχή η Εγκουέν ένιωθε αμηχανία. Δεν της ερχόταν να πει ότι ήταν Άες Σεντάι, πόσο μάλλον Άμερλιν, καθώς φοβόταν ότι θα το περνούσαν κι αυτό για ψέμα. Δεν είχε δυσκολία με την εμφάνιση του επιτραχήλιου εκεί. Και έπειτα είχε τοχ προς τη Μελαίν. Το ανέφερε, ενώ στο μεταξύ σκεφτόταν πόσα μίλια θα έπρεπε να περάσει στη σέλα την επόμενη μέρα, όμως η Μελαίν τόσο πολύ χαιρόταν που θα είχε θυγατέρες —είχε καταχαρεί με τη θέαση της Μιν— που όχι μόνο ανακοίνωσε αμέσως ότι η Εγκουέν δεν είχε τοχ προς αυτήν, αλλά και επίσης ένα από τα κορίτσια θα το ονόμαζε Εγκουέν. Ήταν μια μικρή χαρά σε μια νύχτα άκαρπη και εκνευριστική.

«Αυτό που λένε», συνέχισε, «είναι ότι δεν άκουσαν ποτέ για κάποια να προσπαθεί να βρει κάτι χρησιμοποιώντας την ανάγκη αφού το είχε ήδη βρει. Η Μπάιν σκέφτηκε πως ήταν σαν να προσπαθείς να φας το ίδιο... μήλο δυο φορές». Το ίδιο μοται, είχε πει η Μπάιρ· το μοτάι ήταν ένα είδος σκουληκιού που έβρισκες στην Ερημιά. Ήταν γλυκό και τραγανό — ώσπου η Εγκουέν είχε μάθει τι έτρωγε.

«Εννοείς ότι δεν μπορούμε να ξαναπάμε στην αποθήκη;» Η Ηλαίην αναστέναξε. «Έλπιζα μήπως κάναμε κάτι λάθος. Ε, τέλος πάντων. Όπως και να ’χει θα το βρούμε». Δίστασε, και το φόρεμά της άλλαξε πάλι, αν και δεν το πρόσεξε. Ήταν ακόμα Αντορινό, αλλά με τα Άσπρα Λιοντάρια του Άντορ να ανηφορίζουν τα μανίκια και να προελαύνουν στο μπούστο. Φόρεμα βασίλισσας, ακόμα και χωρίς το Στέμμα του Ρόδου πάνω στις χρυσοκόκκινες μπούκλες της. Όμως ένα φόρεμα βασίλισσας με υπερβολικά στενό το μπούστο, που έδειχνε ίσως περισσότερο ντεκολτέ απ’ όσο θα συνήθιζε μια Αντορινή βασίλισσα. «Εγκουέν, είπαν τίποτα για τον Ραντ;»