Выбрать главу

«Είναι στην Καιρχίν και κάνει βόλτες στο Παλάτι του Ήλιου, απ’ ό,τι φαίνεται». Η Εγκουέν κατάφερε να μη μορφάσει. Ούτε η Μπάιρ ούτε η Μελαίν είχαν πει πολλά, όμως η Μελαίν κάτι είχε μουρμουρίσει σκοτεινά για τις Άες Σεντάι ενώ η Μπάιρ είχε πει ότι έπρεπε όλες να τις δέρνουν σε τακτικά διαστήματα· ό,τι κι αν είχε πει η Σορίλεα, ένα απλό χέρι ξύλο κανονικά έπρεπε να είναι αρκετό. Η Εγκουέν πολύ φοβόταν ότι η Μεράνα είχε καταφέρει να κάνει κάποια μεγάλη γκάφα. Πάλι καλά που ο Ραντ κρατούσε τις απεσταλμένες της Ελάιντα σε απόσταση· η Εγκουέν πίστευε ότι ο Ραντ δεν ήξερε να τις χειριστεί τόσο καλά όσο νόμιζε ότι ήξερε. «Είναι μαζί του ο Πέριν. Και η γυναίκα του Πέριν! Παντρεύτηκε τη Φάιλε!» Αυτό προκάλεσε επιφωνήματα· η Νυνάβε είπε ότι η Φάιλε παραήταν καλή γι’ αυτόν, όμως το είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο· η Ηλαίην ευχήθηκε να ευτυχήσουν, όμως για κάποιο λόγο φαινόταν να αμφιβάλει. «Είναι εκεί και ο Λόιαλ επίσης. Και η Μιν. Μόνο ο Ματ λείπει κι εμείς οι τρεις».

Η Ηλαίην δάγκωσε το κάτω χείλος της. «Εγκουέν, μπορείς να μεταφέρεις ένα μήνυμα στις Σοφές για τη Μιν; Πες της...» Κοντοστάθηκε, μασώντας σκεφτικά το χείλος της. «Πες της ότι ελπίζω να συμπαθήσει την Αβιέντα όσο συμπαθεί εμένα. Ξέρω ότι ακούγεται παράξενο», γέλασε. «Είναι ένα προσωπικό θέμα μας». Η Νυνάβε κοίταξε την Ηλαίην όσο παράξενα την κοίταζε και η Εγκουέν.

«Φυσικά, θα το μεταφέρω. Αλλά θα κάνω καιρό να ξανασυζητήσω μαζί τους». Δεν υπήρχε λόγος, αφού ήταν τόσο εχέμυθες στο θέμα του Ραντ. Και τόσο εχθρικές απέναντι στις Άες Σεντάι.

«Α, δεν πειράζει», είπε γοργά η Ηλαίην. «Δεν είναι τίποτα σημαντικό. Λοιπόν, αφού δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ανάγκη, τότε πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα πόδια μας, και στο Έμπου Νταρ τα δικά μου πονάνε. Αν δεν σας πειράζει, λέω να επιστρέψω στο κορμί μου και να ρίξω λίγο πραγματικό ύπνο».

«Πήγαινε εσύ», είπε η Νυνάβε. «Δεν θ’ αργήσω». Όταν εξαφανίστηκε η Ηλαίην, στράφηκε στην Εγκουέν. Το φόρεμά της είχε αλλάξει, και η Εγκουέν σκέφτηκε ότι ήξερε πολύ καλά γιατί. Ήταν ένα φόρεμα με απαλό γαλάζιο χρώμα, με βαθύ λαιμό. Είχε λουλούδια στα μαλλιά της και κορδέλες στην πλεξούδα της, όπως θα ήταν αν παντρευόταν στην πατρίδα της. Η καρδιά της Εγκουέν τη συμπόνεσε. «Έμαθες τίποτα για τον Λαν;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Νυνάβε.

«Όχι, Νυνάβε, τίποτα. Λυπάμαι πολύ. Μακάρι να σου είχα πιο ευχάριστο νέο. Ξέρω ότι είναι ακόμα ζωντανός, Νυνάβε. Και ξέρω ότι σε αγαπά όσο τον αγαπάς κι εσύ».

«Φυσικά και είναι ζωντανός», είπε σθεναρά η Νυνάβε. «Δεν ακούω τίποτα άλλο. Θα τον κάνω δικό μου. Είναι δικός μου, και δεν θέλω να έχει σκοτωθεί».

Όταν η Εγκουέν έκανε τον εαυτό της να ξυπνήσει, η Σιουάν καθόταν πίσω από το κρεβάτι της, μια αμυδρή μορφή στο σκοτάδι. «Έγινε;» ρώτησε η Εγκουέν.

Η λάμψη περιέβαλε τη Σιουάν καθώς ύφαινε γύρω από τις δυο τους ένα μικρό ξόρκι φύλαξης κατά των ωτακουστών. «Από τις έξι αδελφές στη βάρδια που αρχίζει τα μεσάνυχτα, μόνο τρεις έχουν Προμάχους, και αυτοί οι Γκαϊντίν θα φρουρούν απ’ έξω. Θα τους φέρουν τσάι μέντας, με κάτι επιπλέον το οποίο δεν πρέπει να γευτούν».

Η Εγκουέν έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. «Κάνω το σωστό;»

«Εμένα ρωτάς;» Η Σιουάν παραλίγο θα πνιγόταν. «Έκανα ό,τι με πρόσταξες, Μητέρα. Εγώ θα προτιμούσα να πέσω σε κοπάδι καρφόψαρα την ώρα που τρώνε, παρά να βοηθήσω αυτόν τον άνδρα να δραπετεύσει».

«Θα τον ειρηνέψουν, Σιουάν». Η Εγκουέν τα είχε ξαναπεί αυτά μαζί της, αλλά έπρεπε να τα ξαναπούν άλλη μια φορά για την ίδια, για να πειστεί ότι δεν έκανε λάθος. «Ακόμα και η Σέριαμ δεν ακούει πια την Καρλίνυα, ενώ η Λελαίν και η Ρομάντα πιέζουν να γίνει. Ή θα το κάνουμε, ή θα γίνει αυτό που υπαινισσόταν η Ντελάνα. Δεν θα επιτρέψω να δολοφονηθεί κανείς! Αν δεν μπορούμε να δικάσουμε έναν άνδρα και να τον εκτελέσουμε, τότε δεν έχουμε δικαίωμα να κανονίσουμε να πεθάνει. Δεν θα τον αφήσω να δολοφονηθεί, και δεν θα επιτρέψω να ειρηνευτεί. Αν η Μεράνα έχει όντως ενοχλήσει τον Ραντ με κάποιον τρόπο, τότε θα είναι σαν να ρίχνουμε λάδι στη φωτιά. Μακάρι να ήμουν σίγουρη ότι θα πάει με το μέρος του Ραντ αντί να το σκάσει το Φως ξέρει πού και να κάνει το Φως ξέρει τι. Τουλάχιστον αν πάει στον Ραντ θα υπάρχει κάποιος τρόπος να ελέγξουμε τι κάνει» Άκουσε τη Σιουάν να ανασαλεύει στο σκοτάδι.