Выбрать главу

«Πάντα πίστευα ότι το επιτραχήλιο ζύγιζε όσο τρεις σωματώδεις άνδρες», είπε ήσυχα η Σιουάν. «Η Άμερλιν δεν έχει πολλές εύκολες αποφάσεις να πάρει, και λιγότερες είναι εκείνες για τις οποίες είναι σίγουρη. Κάνεις ό,τι πρέπει και πληρώνεις το αντίτιμο αν έχεις λάθος. Καμιά φορά κι αν έχεις δίκιο».

Η Εγκουέν γέλασε μαλακά. «Μου φαίνεται ότι το έχω ξανακούσει αυτό». Μετά από λίγο, το κέφι της έσβησε. «Φρόντισε να μην κάνει κακό σε κανέναν όπως θα φεύγει, Σιουάν».

«Στους ορισμούς σου, Μητέρα».

«Αυτό είναι τρομερό», μουρμούρισε η Νισάο. «Αν γίνει γνωστό, η κατακραυγή θα είναι αρκετή για να σε στείλει στην εξορία, Μυρέλ. Κι εμένα μαζί σου. Πριν τετρακόσια χρόνια, ίσως να ήταν καθημερινό πράγμα, όμως σήμερα κανείς δεν το βλέπει έτσι. Κάποιοι θα το ονόμαζαν έγκλημα».

Η Μυρέλ χαιρόταν που το φεγγάρι είχε ήδη βασιλέψει. Έκρυβε τη γκριμάτσα της. Μπορούσε να αναλάβει η ίδια τη Θεραπεία, όμως η Νισάο μελετούσε πώς να αντιμετωπίζει τις ασθένειες του μυαλού, πράγματα τα οποία η Δύναμη δεν μπορούσε να αγγίξει. Η Μυρέλ δεν ήξερε αν αυτό θεωρούνταν ασθένεια, όμως θα δοκίμαζε κάθε εργαλείο που ίσως έφερνε αποτελέσματα. Ας έλεγε ότι ήθελε η Νισάο· η Μυρέλ ήξερε ότι θα προτιμούσε να κόψει το χέρι της παρά να χάσει αυτή την ευκαιρία να προχωρήσει κι άλλο τις μελέτες της.

Τον ένιωθε εκεί έξω στη νύχτα να ζυγώνει. Ήταν μακριά από τις σκηνές, αρκετά πέρα από τους στρατιώτες, με μόνο αραιά δένδρα γύρω τους. Τον είχε νιώσει από τη στιγμή που είχε περάσει σ’ αυτήν ο δεσμός της, το έγκλημα για το οποίο αγωνιούσε η Νισάο. Ο δεσμός ενός Πρόμαχου θα περνούσε από τη μια Άες Σεντάι στην άλλη δίχως τη συναίνεσή του. Η Νισάο σ’ ένα πράγμα είχε δίκιο· έπρεπε να το κρατήσουν μυστικό όσο μπορούσαν. Η Μυρέλ ένιωθε τις πληγές του, μερικές σχεδόν γιατρεμένες, άλλες πρόσφατες. Μερικές ήταν μολυσμένες. Ο άνδρας αυτός δεν θα λοξοδρομούσε για να βρε μάχη. Έπρεπε να έρθει κοντά της, αναπότρεπτα σαν μια πέτρα που κατηφόριζε τη βουνοπλαγιά προς την κοιλάδα. Κι επίσης δεν θα λοξοδρομούσε για να αποφύγει μια μάχη. Η Μυρέλ είχε νιώσει το ταξίδι του στην απόσταση και στο αίμα· το αίμα του. Καθώς διέσχιζε την Καιρχίν και το Άντορ, το Μουράντυ και τώρα την Αλτάρα, περνώντας από περιοχές γεμάτες αντάρτες και άτακτους, ληστές και Δρακορκισμένους, προσηλωμένος πάνω της σαν βέλος που χιμούσε προς το στόχο, ανοίγοντας δρόμο μέσα από κάθε οπλισμένο άνδρα που στεκόταν εμπόδιό του. Ακόμα κι αυτός δεν θα το κατάφερνε αυτό απείραχτος. Η Μυρέλ κατέγραφε τις πληγές του στο μυαλό της και απορούσε που ήταν ακόμα ζωντανός.

Πρώτα άκουσε τον ήχο από οπλές αλόγου, που προχωρούσε με σταθερό βηματισμό, και μότο τότε ξεχώρισε το ψηλό μαύρο πολεμικό άτι μέσα στη νύχτα. Η νύχτα επίσης έμοιαζε να είναι ο καβαλάρης του αλόγου. Πρέπει να φορούσε το μανδύα του. Το άλογο σταμάτησε πενήντα βήματα μακριά της.

«Κακώς έστειλες τον Νούχελ και τον Κρόι να με βρουν», φώναξε ο αθέατος αναβάτης με τραχιά φωνή. Άβαρ, δεν βγαίνεις κι εσύ από κείνο το δέντρο που είσαι πίσω;». Προς τα δεξιά, η νύχτα φάνηκε να σαλεύει· κι ο Άβαρ φορούσε το μανδύα του, και δεν περίμενε πως θα φαινόταν.

«Τι τρέλα είναι αυτή», μουρμούρισε η Νισάο.

«Ήσυχα», σφύριξε η Μυρέλ. Φώναξε υψώνοντας τη φωνή της, «Έλα κοντά μου». Το άλογο δεν σάλεψε. Το κυνηγόσκυλο που θρηνούσε τη νεκρή κυρά του δεν ερχόταν πρόθυμα σε μια καινούρια αφέντρα. Η Μυρέλ ύφανε ντελικάτα Πνεύμα και άγγιξε το κομμάτι του που περιείχε το δεσμό της· έπρεπε να το κάνει ντελικάτα, αλλιώς εκείνος θα το αντιλαμβανόταν, και μόνο ο Δημιουργός ήξερε τι έκρηξη ίσως ξεσπούσε τότε. «Έλα κοντά μου».

Αυτή τη φορά το άλογο προχώρησε, κι ο άνδρας ξεπέζεψε για να δρασκελίσει τα τελευταία βήματα, ένας ψηλός άνδρας, με το πρόσωπό του να φαντάζει σμιλεμένο από πέτρα έτσι που ήταν με τις σκιές του φεγγαριού. Κι ύστερα στάθηκε μπροστά της, ορθώθηκε από πάνω της, και καθώς εκείνη σήκωνε το βλέμμα στα παγερά γαλάζια μάτια του Λαν Μαντράγκοραν, είδε το θάνατο. Το Φως να με βοηθήσει, σκέφτηκε. Πώς θα κατάφερνε να τον κρατήσει ζωντανό όσο έπρεπε;

53

Η Γιορτή των Φώτων

Ο Πέριν αγανακτούσε με τους ανθρώπους που χόρευαν στους δρόμους της Καιρχίν· ήταν σχεδόν αδύνατο να περάσεις από κει. Χορευτές πιασμένοι σε σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο ακολουθούσαν έναν άνδρα με μεγάλη μύτη που έπαιζε φλάουτο χωρίς το πουκάμισο του· τελευταία στη σειρά χοροπηδούσε μια στρογγυλόσωμη κοντούλα που γελούσε κεφάτα και πήρε το χέρι της από τη μέση του άνδρα που ήταν μπροστά της για να προσπαθήσει να τραβήξει τον Πέριν πίσω της. Αυτός κούνησε το κεφάλι και, εκείνη, είτε γιατί την είχαν τρομάξει τα κίτρινα μάτια του, είτε γιατί το πρόσωπό του έδειχνε τόσο σκοτεινό όσο ένιωθε μέσα του, κατάπιε το κέφι της και άφησε το χορό να την παρασύρει, κοιτώντας τον πάνω από τον ώμο της ώσπου τον έκρυψε το πλήθος. Μια γκριζομάλλα γυναίκα, ακόμα όμορφη, με χρωματιστές κορδέλες σχεδόν ως τη μέση του σκούρου μεταξωτού φορέματος της, τύλιξε τα λεπτά χέρια της γύρω από το λαιμό του Πέριν και του πλησίασε πεινασμένα το στόμα της στο δικό του. Ξαφνιάστηκε όταν αυτός την έπιασε τρυφερά από τις μασχάλες και την ακούμπησε παραδίπλα. Μια παρέα με άνδρες και γυναίκες της ηλικίας του που χόρευαν στο σκοπό από τα τουμπερλέκια, έπεσαν πάνω του, γελώντας ευφορικά και του τράβηξαν το σακάκι. Δεν έδωσαν σημασία που κουνούσε το κεφάλι ώσπου έσπρωξε με δύναμη στην άκρη έναν από τους άνδρες και άφησε το γρυλλητό του αρχηγού λύκου προς τους άλλους. Το γέλιο αυτοστιγμής χάθηκε αφήνοντάς τους να χάσκουν κατάπληκτοι, όμως ξανάρχισαν να γελούν τρανταχτά και προσπάθησαν να μιμηθούν το γρύλισμά του πριν χαθούν μέσα στην κοσμοσυρροή.