Ήταν η πρώτη μέρα της Γιορτής των Φώτων, η συντομότερη μέρα του χρόνου, η τελευταία μέρα του χρόνου, και η πόλη γιόρταζε με τρόπους που ο Πέριν δεν θα είχε φανταστεί ποτέ του. Και στους Δύο Ποταμούς θα χόρευε ο κόσμος, μα αυτό το πράγμα τώρα...! Οι Καιρχινοί ήταν αποφασισμένοι να αναπληρώσουν έναν ολόκληρο χρόνο στωικής αυτοσυγκράτησης στις δύο μέρες της γιορτής. Κάθε ευπρέπεια είχε παραμεριστεί, και μαζί τα όρια μεταξύ ευγενών και απλών θνητών, τουλάχιστον δημοσίως. Ιδρωμένες γυναίκες που φορούσαν απλά κακοραμμένα μάλλινα φορέματα άρπαζαν ιδρωμένους άνδρες με σκούρα μεταξωτά με πολύχρωμες ρίγες και τους παράσερναν στο χορό· άνδρες με σακάκια αμαξά ή γιλέκα σταβλίτη στροβίλιζαν γυναίκες που τα φορέματα τους έφεραν χρωματιστές κορδέλες, καμιά φορά ως τη μέση. Άνδρες με γυμνό το στέρνο έχυναν πάνω τους κρασί και σ’ όποιον ήταν δίπλα τους. Απ’ ό,τι φαινόταν, κάθε άνδρας μπορούσε να φιλήσει κάθε γυναίκα, και κάθε γυναίκα κάθε άνδρα, και το έκαναν με μεγάλη ανεμελιά όπου κι αν κοίταζε ο Πέριν. Προσπαθούσε να μην πολυκοιτάζει. Μερικές αριστοκράτισσες με μαλλιά χτενισμένα σε περίτεχνους πύργους από μπούκλες ήταν γυμνές ως τη μέση κάτω από λεπτούς μανδύες τους οποίους συνήθως δεν φρόντιζαν να κρατήσουν κουμπωμένους Μεταξύ των απλών θνητών, ελάχιστες από τις γυναίκες που είχαν βγάλει τις μπλούζες τους έκαναν το κόπο να σκεπαστούν με κάτι άλλο εκτός από τα μαλλιά τους, που σπανίως ήταν αρκετά μακριά γι’ αυτό· έχυναν κρασί πάνω τους και στους διπλανούς τους με την τρέλα των ανδρών. Ηχηρά γέλια συναγωνίζονταν με χίλιους διαφορετικούς σκοπούς από φλάουτα και τύμπανα και πνευστά, τσίτερ και μπίτερν και ντούλτσιμερ.
Ο Κύκλος των Γυναικών στο Πεδίο του Έμοντ θα πάθαινε κρίση, και τα μέλη του Συμβουλίου του Χωριού θα κατάπιναν τη γλώσσα τους από αποπληξία, όμως αυτό το ξέσπασμα ακολασίας ήταν μονάχα ένα ασήμαντο μέρος της ενόχλησης που ένιωθε ο Πέριν. Λίγες ώρες, είχε πει η Ναντέρα, μα ο Ραντ έλειπε έξι ολόκληρες μέρες τώρα. Η Μιν ή είχε πάει μαζί του, ή είχε μείνει με τις Αελίτισσες. Και κανείς δεν φαινόταν να ξέρει τίποτα. Με εξαίρεση εκείνη που ονομαζόταν Σορίλεα, οι Σοφές ήταν ασαφείς σαν τις Άες Σεντάι όταν ο Πέριν κατάφερνε να στριμώξει κάποια· η Σορίλεα του είπε ωμά να ασχοληθεί με τη γυναίκα του και να με χώνει τη μύτη του σε υποθέσεις που δεν αφορούσαν υδρόβιους. Ο Πέριν δεν είχε ιδέα για το πώς η Σορίλεα ήξερε για τα προβλήματα μεταξύ του ίδιου και της Φάιλε, όμως δεν τον ένοιαζε. Ένιωθε ότι ο Ραντ τον είχε ανάγκη, μια αίσθηση σαν φαγούρα κάτω από το δέρμα του, που καθημερινά δυνάμωνε. Τώρα επέστρεφε από τη σχολή του Ραντ, που ήταν η τελευταία ελπίδα του, μα όλοι εκείνοι ήταν παραδομένοι στο πιοτό, το χορό και την κραιπάλη σαν την υπόλοιπη Καιρχίν. Του είχαν πει ότι επικεφαλής της σχολής ήταν μια γυναίκα ονόματι Ίντριεν, μα όταν ο Πέριν κατάφερε, με αρκετή δυσκολία και ντροπή, να τη διακόψει πάνω που φιλούσε έναν άνδρα τόσο νεαρό που θα μπορούσε να ήταν γιος της, ίσα για να της κάνει την ερώτηση, εκείνη μπόρεσε να πει μόνο ότι ίσως κάτι ήξερε κάποιος άνδρας που λεγόταν Φελ, και ο Φελ όταν βρέθηκε χόρευε με τρεις νεαρές που θα μπορούσαν να ήταν εγγονές του. Και με τις τρεις μαζί. Ο Φελ δεν καλοθυμόταν ούτε το ίδιο του το όνομα, κάτι που ίσως δεν ήταν παράξενο υπό αυτές τις συνθήκες. Που να καιγόταν ο Ραντ! Είχε φύγει χωρίς να πει κουβέντα ενώ ήξερε για τη θέαση της Μιν, ήξερε ότι είχε απελπισμένη ανάγκη τον Πέριν. Απ’ ό,τι φαινόταν, ακόμα και οι Άες Σεντάι είχαν αηδιάσει. Εκείνο το πρωί ο Πέριν είχε μάθει πως είχαν φύγει προ τριημέρου για την Ταρ Βάλον, λέγοντας πως δεν υπήρχε νόημα να μείνουν άλλο. Τι σκάρωνε ο Ραντ; Ήταν τέτοια η φαγούρα που ο Πέριν ήθελε να δαγκώσει κάτι.