Выбрать главу

Όταν έφτασε στο Παλάτι του Ήλιου, όλες οι λάμπες ήταν αναμένες και υπήρχαν αναμένα κεριά όπου μπορούσαν να τοποθετηθούν· οι διάδρομοι αστραφτοβολούσαν σαν πετράδια στον ήλιο. Και στους Δύο Ποταμούς επίσης όλα τα σπίτια θα ήταν φωταγωγημένα μ’ όλα τα διαθέσιμα κεριά και λάμπες μέχρι τη μεθεπόμενη μέρα. Οι περισσότεροι υπηρέτες του Παλατιού ήταν έξω στους δρόμους, και οι λίγοι που έμεναν πιο πολύ γελούσαν και χόρευαν και τραγουδούσαν παρά δούλευαν. Ακόμα κι εδώ μερικές γυναίκες ήταν γυμνές ως τη μέση, τόσο κοπέλες που μόλις θα ήταν αρκετά μεγάλες σε ηλικία για να έχουν τα μαλλιά τους πλεξούδα στους Δύο Ποταμούς, όσο και γκριζομάλλες γιαγιάδες. Οι Αελίτες στους διαδρόμους έδειχναν αηδιασμένοι όταν το πρόσεχαν, κάτι που δεν φαίνονταν να κάνουν συχνά. Ειδικά οι Κόρες έμοιαζαν να είναι έξω φρενών, σαν γάτες που καμπούριαζαν κάθε μέρα περισσότερο από τότε που είχε φύγει ο Ραντ.

Ο Πέριν διέσχισε ανοιχτά τους διαδρόμους αυτή τη φορά. Σχεδόν ήθελε να πέσει πάνω του η Μπερελαίν. Η εικόνα που του ήρθε στο νου ήταν ότι την άρπαζε με τα δόντια από το σβέρκο και την τίναζε ώσπου θα έφευγε με την ουρά κάτω από τα σκέλια. Ίσως ευτυχώς, έφτασε στα δωμάτιά του δίχως να τη δει.

Η Φάιλε σχεδόν σήκωσε το βλέμμα από τον άβακα με τους λίθους όταν ο Πέριν μπήκε μέσα. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Η οσμή της ζήλιας ακόμα ερχόταν από πάνω της, μα δεν ήταν η δυνατότερη· ο θυμός ήταν πιο οξύς, αν και όχι στα χειρότερά του, και πιο δυνατή ήταν μια ξεθυμασμένη, μουντή οσμή την οποία αναγνώρισε ως απογοήτευση. Γιατί ήταν απογοητευμένη μαζί του; Γιατί δεν του μιλούσε; Μια λέξη να του έλεγε, έναν υπαινιγμό ότι όλα θα ξαναγίνονταν όπως πριν, και θα έπεφτε στα γόνατά του για να δεχθεί το φταίξιμο για ό,τι ήθελε να του φορτώσει. Αλλά εκείνη απλώς έβαλε ένα μαύρο λίθο και μουρμούρισε, «Είναι η σειρά σου, Λόιαλ. Λόιαλ!»

Τα αυτιά του Λόιαλ σφάδαζαν ανήσυχα και τα μακριά φρύδια του είχαν κρεμάσει. Ο Ογκιρανός μπορεί να μην είχε την αίσθηση της όσφρησης —δηλαδή όχι πιο ανεπτυγμένη από της Φάιλε— αλλά μπορούσε να καταλάβει τη διάθεση του άλλου εκεί που κανένας άνθρωπος δεν θα παρατηρούσε κάτι. Όταν ο Πέριν και η Φάιλε ήταν στο ίδιο δωμάτιο, ο Λόιαλ έδειχνε έτοιμος να κλάψει. Τώρα απλώς αναστέναξε σαν τον άνεμο που φυσούσε μέσα σε σπήλαιο και έβαλε ένα λευκό λίθο εκεί που θα άρχιζε να αιχμαλωτίζει ένα μεγάλο μέρος από τα πιόνια της Φάιλε αν εκείνη δεν το πρόσεχε. Θα το πρόσεχε όμως· η Φάιλε και ο Λόιαλ ήταν ισάξιοι αντίπαλοι, καλύτεροι παίκτες από τον Πέριν.

Η Σούλιν ήρθε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας με ένα μαξιλάρι στην αγκαλιά, κοιτώντας συνοφρυωμένη τη Φάιλε και τον Πέριν. Η οσμή της θύμισε στον Πέριν μια λύκαινα που είχε βαρεθεί να της δαγκώνουν τα λυκάκια όλη μέρα της ουρά. Κι επίσης μύριζε ανησυχία. Και φόβο, κατά παράξενο τρόπο. Αν και ο Πέριν δεν καταλάβαινε γιατί ήταν παράξενο να μυρίζει φόβο μια ασπρομάλλα σερβιτόρα, ακόμα και μία με το τραχύ, γεμάτο ουλές πρόσωπο της Σούλιν.

Ο Πέριν πήρε ένα βιβλίο με δερμάτινο εξώφυλλο και επίχρυσα στολίδια, βούλιαξε σε μια πολυθρόνα και το άνοιξε. Αλλά δεν διάβαζε, ούτε καν έβλεπε αρκετά καθαρά το βιβλίο για να ξέρει ποιο είχε πάρει. Εισέπνευσε βαθιά, φιλτράροντας τα πάντα εκτός από τη Φάιλε. Απογοήτευση, θυμός, ζήλια, και κάτω απ’ αυτά, κάτω ακόμα και από την αχνή ευωδιά βοτάνων του σαπουνιού της, ήταν εκείνη. Ο Πέριν την ανάπνευσε πεινασμένα. Μια λέξη· μόνο αυτό αρκούσε να του πει.

Όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, η Σούλιν βγήκε από το υπνοδωμάτιο, με ζωηρό βήμα κάτω από τα ερυθρόλευκα φουστάνια της, αγριοκοιτάζοντας τον Πέριν και τη Φάιλε και τον Λόιαλ σαν να αναρωτιόταν γιατί δεν είχε ανοίξει κάποιος απ’ αυτούς. Πήρε μια χλευαστική έκφραση όταν είδε τον Ντομπραίν —το έκανε συχνά αυτό από τότε που είχε φύγει ο Ραντ— αλλά μετά πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να στύλωνε το κουράγιο της και στο πρόσωπό της με ολοφάνερη προσπάθεια εμφανίστηκε μια έκφραση σχεδόν δουλοπρεπούς ηπιότητας. Η βαθιά γονυκλισία της θα ταίριαζε αν ήθελε να χαιρετίσει έναν βασιλιά που του άρεσε να παίζει ο ίδιος τον δήμιο, και έμεινε εκεί, με το πρόσωπο κοντά στο πάτωμα. Ξαφνικά, άρχισε να τρέμει. Η οσμή του θυμού της χάθηκε, ακόμα και η ανησυχία πνίγηκε κάτω από μια αίσθηση σαν χίλιες ψιλές σαν τρίχα και μυτερές σαν βελόνα ακίδες. Ο Πέριν είχε ξαναμυρίσει ντροπή πάνω της, όμως αυτή τη φορά θα έλεγε ότι η Σούλιν ίσως πέθαινε απ’ αυτό. Μύριζε πάνω της την πικρή γλύκα που ανέδιδαν οι γυναίκες όταν έκλαιγαν για συναισθηματικούς λόγους.

Φυσικά, ο Ντομπραίν ούτε που την κοίταξε. Αντίθετα, τα βαθιά του μάτια κοίταξαν τον Πέριν, με πρόσωπο σοβαρό, σκοτεινό θα ’λεγε κανείς, κάτω από το ξυρισμένο και πουδραρισμένο μέτωπό του. Ο Ντομπραίν δεν μύριζε ποτό ούτε καν αμυδρά, και δεν έδειχνε πως είχε χορέψει καθόλου. Τη μόνη φορά που τον είχε ανταμώσει άλλοτε ο Πέριν, του είχε φανεί πως μύριζε επιφυλακτικότητα· όχι φόβο, αλλά σαν να προχωρούσε σε πυκνά δάση γεμάτα φαρμακερά φίδια. Αυτή η οσμή σήμερα ήταν δέκα φορές δυνατότερη. «Η Χάρη να σου χαμογελά, Άρχοντα Αϋμπάρα», είπε ο Ντομπραίν, κλίνοντας την κεφαλή. «Μπορώ να σου μιλήσω κατ’ ιδίαν;»