Ο Πέριν άφησε το βιβλίο στο πάτωμα δίπλα στην πολυθρόνα του και έκανε νόημα σε μια άλλη απέναντι του. «Το Φως να σε φωτίζει, Άρχοντα Ντομπραίν». Αν ο άνθρωπος ήθελε τυπικότητες, ο Πέριν μπορούσε να φερθεί τυπικά. Αλλά υπήρχαν και όρια. «Ό,τι πεις, η σύζυγος μου μπορεί να το ακούσει. Δεν έχω μυστικά απ’ αυτήν. Και ο Λόιαλ είναι φίλος μου».
Ένιωσε το βλέμμα της Φάιλε πάνω του. Η ξαφνική οσμή του εαυτού της σχεδόν τον κατέκλυσε. Για κάποιο λόγο, τη συσχέτιζε με την αγάπη της γι’ αυτόν· όταν ήταν τρυφερή, όταν τα φιλιά της ήταν πιο καυτά, αυτό το άρωμα τον κατέκλυζε. Σκέφτηκε να πει στον Ντομπραίν να φύγει —και στον Λόιαλ και τη Σούλιν επίσης· αν η Φάιλε μύριζε έτσι, σίγουρα θα μπορούσε ο Πέριν να διορθώσει την κατάσταση με κάποιον τρόπο— αλλά ο Καιρχίν ήδη είχε καθίσει.
«Ο άνδρας που μπορεί να εμπιστεύεται τη σύζυγό του, Άρχοντα Αϋμπάρα, είχε τιμηθεί από τη χάρη με κάτι ανώτερο από πλούτη». Πάντως ο Ντομπραίν την κοίταξε για μια στιγμή πριν συνεχίσει. «Σήμερα η Καιρχίν δέχθηκε δύο πλήγματα. Αυτό το πρωί, ο Άρχοντας Μαρίνγκιλ βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του, από δηλητήριο καθώς φαίνεται. Και ελάχιστα αργότερα ο Υψηλός Άρχοντας Μάιλαν φαίνεται να έπεσε θύμα της λεπίδας ενός πορτοφολά στο δρόμο. Εξαιρετικά ασυνήθιστο για τη Γιορτή των Φώτων».
«Γιατί μου το λες αυτό;» είπε αργά ο Πέριν.
Ο Ντομπραίν άπλωσε τα χέρια. «Είσαι ο φίλος του Άρχοντα Δράκοντα, κι εκείνος απουσιάζει». Δίστασε, κι όταν συνέχισε, φαινόταν ότι βίαζε τα λόγια του να βγουν. «Χθες το βράδυ η Κολαβήρ δείπνησε με καλεσμένους από ορισμένους από τους μικρότερους Οίκους. Τον Ντέηγκανρεντ, τον Σούλιαντρεντ, τον Ανάλιν, τον Οσίλιν, άλλους. Από μόνοι τους είναι μικροί, μα πολυάριθμοι. Το αντικείμενο της συνάντησης ήταν η συμμαχία με τον Οίκο Σαϊγκάν και η υποστήριξη της Κολαβήρ για το Θρόνο του Ήλιου. Η Κολαβήρ δεν έκανε ιδιαίτερη προσπάθεια να κρατήσει το δείπνο μυστικό». Κοντοστάθηκε πάλι, μετρώντας τον Πέριν με το βλέμμα. Αυτό που είδε, φάνηκε να του δείχνει ότι χρειαζόταν περαιτέρω εξηγήσεις. «Αυτό είναι παράξενο, επειδή τόσο ο Μαρίνγκιλ όσο και ο Μάιλαν ήθελαν το θρόνο, και θα την έπνιγαν με το ίδιο το μαξιλάρι της αν είχαν μάθει γι’ αυτό».
Επιτέλους ο Πέριν κατάλαβε, αν και όχι γιατί ο Ντομπραίν δεν το είχε πει ευθέως. Ευχήθηκε να μιλούσε η Φάιλε· ήταν καλύτερη απ’ αυτόν σε αυτά τα πράγματα. Την έβλεπε με την άκρη του ματιού του· είχε το κεφάλι της σκυμμένο πάνω από τον άβακα των λίθων και τον κοίταζε με την άκρη του ματιού της. «Άρχοντα Ντομπραίν, αν νομίζεις πως η Κολαβήρ διέπραξε έγκλημα, τότε πρέπει να πας στον... στον Ρούαρκ». Θα έλεγε τη Μπερελαίν, μα ακόμα κι έτσι, η υποψία της ζήλιας αυξήθηκε λιγάκι στην οσμή της Φάιλε.
«Τον βάρβαρο Αελίτη;» ξεφύσηξε ο Ντομπραίν. «Καλύτερα να πάω στη Μπερελαίν, όχι ότι είναι πολύ καλύτερο. Παραδέχομαι ότι αυτή η Μαγενή κούκλα ξέρει πώς κυβερνιέται μια πόλη, όμως νομίζει ότι κάθε μέρα είναι η Γιορτή των Φώτων. Η Κολαβήρ θα την κάνει με τα κρεμμυδάκια. Είσαι ο φίλος του Αναγεννημένου Δράκοντα. Η Κολαβήρ—»Αυτή τη φορά σταμάτησε επειδή τελικά συνειδητοποίησε ότι η Μπερελαίν είχε μπει στο δωμάτιο δίχως να χτυπήσει, με κάτι μακρύ και στενό τυλιγμένο σε μια κουβέρτα στην αγκαλιά της.
Ο Πέριν είχε ακούσει το γλωσσίδι να αφήνει ένα ξερό κρότο, και βλέποντάς την με το μισό στήθος της εκτεθειμένο, η οργή σχεδόν έδιωξε κάθε τι άλλο από το μυαλό του. Η γυναίκα ερχόταν εδώ, για να συνεχίσει το φλερτάρισμά της μπροστά στη γυναίκα του; Η οργή τον έκανε να σηκωθεί όρθιος και χτύπησε τα χέρια μ’ ένα βροντώδη ήχο. «Έξω! Έξω, γυναίκα! Έξω, τώρα! Αλλιώς θα σε πετάξω έξω, και θα σε πετάξω τόσο μακριά που θα αναπηδήσεις δύο φορές!»
Η Μπερελαίν τινάχτηκε με την πρώτη κραυγή του, της έπεσε το φορτίο, κι έκανε ένα βήμα πίσω με γουρλωμένα τα μάτια, αν και δεν έφυγε. Ξεστομίζοντας την τελευταία λέξη του, ο Πέριν συνειδητοποίησε πως όλοι τον κοίταζαν. Το πρόσωπο του Ντομπραίν ήταν απαθές, όμως η οσμή του έδειχνε κατάπληξη, σαν ψηλός πέτρινος οβελίσκος στο κέντρο ενός επίπεδου κάμπου. Τα αυτιά του Λόιαλ ήταν ορθωμένα κι αλύγιστα σαν εκείνο τον οβελίσκο, και είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Όσο για τη Φάιλε, με το ψύχραιμο χαμόγελο της... Ο Πέριν δεν την καταλάβαινε καθόλου. Περίμενε κύματα ζήλιας με τη Μπερελαίν εκεί στο δωμάτιο, μα γιατί μύριζε πληγωμένη;