Выбрать главу

Ξαφνικά ο Πέριν είδε τι είχε πέσει από τη Μπερελαίν. Η κουβέρτα είχε ανοίξει φανερώνοντας το σπαθί του Ραντ και τη ζώνη με την αγκράφα του Δράκοντα. Θα τα άφηνε πίσω ο Ραντ; Του Πέριν του άρεσε να σκέφτεται τα πράγματα διεξοδικά· όταν βιαζόσουν, μπορεί να έκανες κακό στους άλλους χωρίς να το καταλάβεις. Αλλά αυτό το σπαθί που κειτόταν εκεί ήταν σαν χτύπημα κεραυνού. Ήταν ανόητο να βιάζεσαι στο σιδηρουργείο και έκανες τσαπατσούλικη δουλειά έτσι, μα του Πέριν του σηκώθηκαν οι τρίχες και ένα μουγκρητό θέριεψε στο λαρύγγι του.

«Τον πήραν!» θρήνησε η Σούλιν ξαφνικά, σοκαριστικά. Με το κεφάλι ριγμένο πίσω, τα μάτια σφιχτά κλεισμένα, βόγκηξε προς το ταβάνι, και ο ήχος της φωνής της ήταν αρκετά δυνατός για να κάνει τον Πέριν να ριγήσει. «Οι Άες Σεντάι πήραν τον πρωταδελφό μου!»Τα μάγουλά της γυάλιζαν από τα δάκρυα.

«Ηρέμησε, καλή μου γυναίκα», είπε σταθερά η Μπερελαίν. «Πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο και ηρέμησε». Πρόσθεσε προς τον Πέριν και τη Ντομπραίν, «Δεν πρέπει να την αφήσουμε να το διαδώσει—»

«Δεν με αναγνωρίζεις», τη διέκοψε άγρια η Σούλιν, «με το φόρεμα που φορώ και τα μαλλιά μου μακριά. Αν ξαναμιλήσεις για μένα σαν να μην είμαι μπροστά, θα σου δώσω αυτό που άκουσα ότι σου έδωσε ο Ρούαρκ στην Πέτρα του Δακρύου και έπρεπε να στο έχει ξανακάνει από τότε».

Ο Πέριν αντάλλαξε μπερδεμένες ματιές με τον Ντομπραίν και τον Λόιαλ, ακόμα και με τη Φάιλε πριν εκείνη τραβήξει απότομα το βλέμμα της. Η Μπερελαίν χλόμιασε και κοκκίνισε εναλλάξ· η οσμή της έδειχνε συντριβή και ταπείνωση.

Η Σούλιν πήγε στην πόρτα, την άνοιξε πλατιά πριν προλάβει κανείς να κινηθεί· ο Ντομπραίν είχε κάνει να πάει εκεί, όμως μια κιτρινόξανθη νεαρή Κόρη που περνούσε την είδα και χαμογέλασε πλατιά. «Μη μου χαμογελάς εμένα, Λουαίν», την αποπήρε η Σούλιν. Τα χέρια της έμοιαζαν να κινούνται, καθώς το σώμα της τα έκρυβε από τους υπόλοιπους στο δωμάτιο. Το χαμόγελο της Λουαίν κόπηκε με το μαχαίρι. «Πες στη Ναντέρα ότι πρέπει να έρθει εδώ αμέσως. Και στον Ρούαρκ. Και φέρει μου καντιν’σόρ και ψαλίδι για να κόψω τα μαλλιά μου όπως πρέπει. Τρέχα, γυναίκα! Φαρ Ντάραϊς Μάι είσαι ή Σά’εν Μ’τάαλ;» Η κιτρινόξανθη Κόρη το έβαλε στα πόδια, και η Σούλιν στράφηκε πάλι προς το δωμάτιο με ένα νεύμα ικανοποίησης, βροντώντας την πόρτα. Η Φάιλε έχασκε.

«Η Χάρη να μας χαμογελά», μούγκρισε ο Ντομπραίν. «Δεν είπε τίποτα στην Αελίτισσα, η γυναίκα πρέπει να τρελάθηκε. Μπορούμε να αποφασίσουμε τι θα τους πούμε αφού πρώτα τη δέσουμε και τη φιμώσουμε». Προχώρησε σαν να ήθελε να το κάνει, βγάζοντας μάλιστα ένα σκουροπράσινο μαντίλι από την τσέπη του σακακιού του, όμως ο Πέριν τον έπιασε από το μπράτσο.

«Είναι Αελίτισσα, Ντομπραίν», είπε η Μπερελαίν. «Κόρη της Λόγχης. Δεν καταλαβαίνω προς τι η επίσημη στολή». Κατά παράξενο τρόπο, η Μπερελαίν δέχθηκε μια προειδοποιητική ματιά από τη Σούλιν.

Ο Πέριν έβγαλε αργά την ανάσα του. Κι αυτός που ήθελε να προστατεύσει την ασπρομάλλα από τον Ντομπραίν! Ο Καιρχινός τον κοίταξε ερωτηματικά, σήκωσε λιγάκι το χέρι που κρατούσε το μαντίλι· προφανώς ακόμα σκεφτόταν να τη δέσουν και να τη φιμώσουν. Ο Πέριν μπήκε ανάμεσα στους δυο τους και έπιασε το σπαθί του Ραντ.

«Θέλω να βεβαιωθώ», Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι τα βήματά του τον είχαν φέρει πολύ κοντά στη Μπερελαίν. Εκείνη κοίταξε ανήσυχα τη Σούλιν και τον πλησίασε, σαν να αναζητούσε προστασία, αλλά η οσμή της ήταν αποφασισμένη, όχι ανήσυχη· μύριζε σαν κυνηγός. «Δεν μ’ αρέσει να βγάζω βιαστικά συμπεράσματα», είπε, πλησιάζοντας για να σταθεί πλάι στην καρέκλα της Φάιλε. Όχι γρήγορα· απλώς σαν άνδρας που πήγαινε να σταθεί δίπλα στη σύζυγο του. «Το σπαθί δεν αποδεικνύει τίποτα». Η Φάιλε σηκώθηκε και έκανε το γύρο του τραπεζιού για να κοιτάξει τον άβακα πάνω από τον ώμο του Λόιαλ· ή μάλλον, να έρθει πιο κοντά στον αγκώνα του. Κι η Μπερελαίν επίσης πλησίασε, προς τον Πέριν· ακόμα έριχνε φοβισμένες ματιές στη Σούλιν χωρίς τον παραμικρό φόβο στην οσμή της, και το χέρι της σηκώθηκε σαν να ήθελε να πιάσει το μπράτσο του. Εκείνος ακολούθησε τη Φάιλε, προσπαθώντας να φαίνεται άνετος. «Ο Ραντ είπε ότι τρεις Άες Σεντάι δεν θα του έκαναν κακό, αν πρόσεχε». Η Φάιλε έκανε το γύρο του τραπεζιού και ξαναβρέθηκε στην καρέκλα της. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν άφηνε ποτέ περισσότερες από τρεις να τον πλησιάσουν». Η Μπερελαίν τον ακολούθησε ρίχνοντας ικετευτικά βλέμματα σ’ αυτόν και φοβισμένα βλέμματα στη Σούλιν. «Μου είπαν ότι ήρθαν μόνο τρεις τη μέρα που έφυγε». Ο Πέριν ακολούθησε τη Φάιλε, κάπως γρηγορότερα. Εκείνη πετάχτηκε πάλι από την καρέκλα της, επιστρέφοντας στο πλευρό του Λόιαλ. Ο Λόιαλ είχε κρύψει το κεφάλι στα χέρια και βογκούσε μαλακά για Ογκιρανό. Η Μπερελαίν ακολούθησε τον Πέριν με γουρλωμένα τα ήδη πλατιά μάτια της, προσωποποίηση γυναίκας που ζητά προστασία. Μα το Φως, μύριζε αποφασισμένη!