Ο Πέριν στριφογύρισε για να την αντικρίσει και έσπρωξε τα αλύγιστα δάχτυλά του στο στήθος της, τόσο σκληρά που την έκανε να βγάλει ένα μικρό σκούξιμο. «Σταμάτα εκεί που είσαι!» Ξαφνικά συνειδητοποίησε πού ακριβώς ήταν τα δάχτυλά του και τα τράβηξε σαν να είχε καεί. Κατάφερε όμως να κρατήσει τη σκληράδα της φωνής του. «Στάσου εκεί που είσαι!»Οπισθοχώρησε απ’ αυτήν, κοιτάζοντάς την τόσο άγρια που θα μπορούσε να ραγίσει πέτρινο τοίχο. Καταλάβαινε το λόγο που η ζήλια της Φάιλε ήταν ένα σύννεφο που γέμιζε τη μύτη του, μα γιατί, γιατί, γιατί μύριζε περισσότερο πληγωμένη από κάθε άλλη φορά;
«Ελάχιστοι άνδρες μπορούν να με κάνουν να υπακούσω», γέλασε η Μπερελαίν μαλακά, «μα νομίζω πως ένας είσαι εσύ». Το πρόσωπο και ο τόνος της —και, το σημαντικότερο, η οσμή της— σοβάρεψαν. «Πήγα να ψάξω στα διαμερίσματα του Άρχοντα Δράκοντα επειδή φοβόμουν. Όλοι ήξεραν ότι οι Άες Σεντάι είχαν έρθει για να τον συνοδέψουν στην Ταρ Βάλον, και δεν καταλάβαινα γιατί είχαν εγκαταλείψει την προσπάθεια. Εγώ προσωπικά είχα δεχθεί τουλάχιστον δέκα επισκέψεις από διάφορες αδελφές, που με συμβούλευαν τι έπρεπε να κάνω όταν θα επέστρεφε στον Πύργο μαζί τους. Έδειχναν βέβαιες γι’ αυτό». Η Μπερελαίν κοντοστάθηκε, και παρ’ όλο που δεν κοίταξε τη Φάιλε, ο Πέριν είχε την εντύπωση ότι συλλογιζόταν αν έπρεπε να πει κάτι μπροστά της. Και μπροστά στον Ντομπραίν επίσης, αλλά κυρίως μπροστά στη Φάιλε. Η μυρωδιά του κυνηγού επανήλθε. «Μου έδωσαν έντονα την εντύπωση πως έπρεπε να επιστρέψω στο Μαγιέν, και ότι αν δεν επέστρεφα, θα με πήγαιναν εκεί με συνοδεία».
Η Σούλιν μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της, μα τα αυτιά του Πέριν το άκουσαν καθαρά. «Ο Ρούαρκ είναι βλάκας. Αν ήταν στ’ αλήθεια κόρη του, δεν θα άδειαζε να κάνει άλλη δουλειά γιατί θα έπρεπε να την ξυλοφορτώνει κάθε μέρα».
«Δέκα;» είπε ο Ντομπραίν. «Εγώ δέχθηκα μόνο μία επίσκεψη. Νόμιζα ότι απογοητεύτηκε όταν της ξεκαθάρισα ότι είχα ορκιστεί υποταγή στον Άρχοντα Δράκοντα. Μα είτε δέκα είτε μία, το κλειδί είναι η Κολαβήρ. Ξέρει όπως όλοι ότι ο Άρχοντα Δράκοντα προορίζει το θρόνο για την Ηλαίην Τράκαντ». Έκανε μια γκριμάτσα. «Θα έπρεπε να είναι η Ηλαίην Ντέημοντρεντ. Ο Τάρινγκεηλ έπρεπε να επιμείνει να παντρευτεί η Μοργκέις στον Οίκο Ντέημοντρεντ αντί να μπει ο ίδιος στον Οίκο Τράκαντ· η Μοργκέις τον χρειαζόταν τόσο που θα το είχε κάνει. Τέλος πάντων, είτε Ηλαίην Τράκαντ είτε Ηλαίην Ντέημοντρεντ, έχει βάσιμες αξιώσεις στο θρόνο, ισχυρότερες κατά πολύ της Κολαβήρ, όμως είμαι πεπεισμένος ότι η Κολαβήρ έβαλε να δολοφονηθούν ο Μαρίνγκιλ και ο Μάιλαν για να κάνει ασφαλή την άνοδο της στο θρόνο. Δεν θα τολμούσε να το κάνει αν πίστευε ότι ο Άρχοντας Δράκοντας θα ξαναγύριζε».
«Αυτός είναι λοιπόν ο λόγος». Μια μικρή, εκνευρισμένη ρυτίδα χάλασε το μέτωπο της Μπερελαίν. «Έχω αποδείξεις ότι έβαλε μια υπηρέτρια να δηλητηριάσει το κρασί του Μαρίνγκιλ —στάθηκε απρόσεκτη, κι εγώ έφερα δύο καλούς κλεφτοκυνηγούς μαζί μου— αλλά δεν ήξερα γιατί». Έκανε μια μικρή κλίση της κεφαλής, απαντώντας στο βλέμμα θαυμασμού του Ντομπραίν. «Την περιμένει η κρεμάλα γι’ αυτό. Αν υπάρχει τρόπος να φέρουμε πίσω τον Άρχοντα Δράκοντα. Αν όχι, τότε φοβάμαι πως πρέπει να σώσουμε τη ζωή μας».
Το χέρι του Πέριν σφίχτηκε στο θηκάρι από δέρμα αγριόχοιρου. «Θα τον φέρω πίσω», μούγκρισε. Ο Ντάνιλ και οι υπόλοιποι άνδρες των Δύο Ποταμών αποκλείεται να είχαν κάνει πάνω από τη μισή απόσταση προς την Καιρχίν, μιας και είχαν τις άμαξες να τους καθυστερούν. Αλλά υπήρχαν και οι λύκοι. «Ακόμα κι αν χρειαστεί να πάω μόνος, θα τον φέρω πίσω».
«Δεν θα είσαι μόνος», είπε ο Λόιαλ, βαριά σαν μυλόπετρα που άλεθε. «Όσο είμαι εδώ, ποτέ δεν θα είσαι μόνος, Πέριν». Ξαφνικά, τα αυτιά του σάλεψαν από συστολή· πάντα έδειχνε συστολή όταν κάποιος πρόσεχε ότι ήταν γενναίος. «Στο κάτω-κάτω, δεν θα έχει ωραίο τέλος το βιβλίο μου αν ο Ραντ είναι φυλακισμένος στον Πύργο. Και πώς θα γράψω για τη διάσωσή του αν δεν είμαι παρών;»
«Δεν θα πας μόνος, Ογκιρανέ», είπε ο Ντομπραίν. «Αύριο θα έχω πεντακόσιους έμπιστους άνδρες. Δεν ξέρω τι θα μπορέσουμε να κάνουμε ενάντια σε έξι Άες Σεντάι, μα θα τηρήσω τους όρκους μου». Κοιτώντας τη Σούλιν, χάιδεψε το μαντίλι που κρατούσε ακόμα. «Μα πόσο μπορούμε να εμπιστευτούμε τους βαρβάρους;»
«Πόσο μπορούμε να εμπιστευτούμε τους δενδροφονιάδες;»ρώτησε επιτακτικά η Σορίλεα με φωνή τραχιά και σκληρή όσο η ίδια καθώς έμπαινε χωρίς να χτυπήσει. Μαζί της ήταν ο Ρούαρκ με βαρύθυμη οσμή, η Άμυς, που το υπερβολικά νεανικό πρόσωπό της έδειχνε ατάραχο πλάι στην αταίριαστη κορνίζα των λευκών μαλλιών, και η Ναντέρα, που ανέδιδε μια άσχημη οσμή από αιμοσταγή μανία και κουβαλούσε ένα γκρίζο και καφέ και πράσινο δεματάκι.