Выбрать главу

«Το ξέρετε;»είπε ο Πέριν χωρίς να μπορεί να το πιστέψει.

Η Ναντέρα πέταξε το δεματάκι στη Σούλιν. «Έπρεπε να έχεις καταλάβει εδώ και καιρό ότι ξεπλήρωσες το τοχ σου. Σχεδόν τεσσεράμισι βδομάδες, ενάμισης ολόκληρος μήνας. Ακόμα και οι γκαϊ’σάιν λένε ότι παραείσαι περήφανη». Οι δύο γυναίκες τρύπωσαν στο υπνοδωμάτιο.

Μια οσμή εκνευρισμού είχε ξεκινήσει από τη Φάιλε αμέσως μόλις είχε μιλήσει ο Πέριν. «Η χειρομιλία που ξέρουν οι Κόρες», μουρμούρισε, τόσο χαμηλόφωνα που δεν θα το άκουγε άλλο αυτί εκτός από το δικό του. Της έριξε ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης, εκείνη όμως έδειχνε αφοσιωμένη στον άβακα των λίθων. Γιατί δεν συμμετείχε; Πάντα έδινε συνετές συμβουλές, και ο Πέριν θα ένιωθε ευγνωμοσύνη για όποια συμβουλή του πρόσφερε. Η Φάιλε έπαιξε ένα λίθο και κοίταξε με σμιγμένα φρύδια τον Λόιαλ, ο οποίος ήταν προσηλωμένος στον Πέριν και τους άλλους.

Ο Πέριν προσπάθησε να μην αναστενάξει και είπε ρητά, «Δεν με νοιάζει ποιος εμπιστεύεται ποιον. Ρούαρκ, είσαι πρόθυμος να στείλεις τους Αελίτες σου ενάντια σε Άες Σεντάι; Έξι απ’ αυτές. Εκατό χιλιάδες Αελίτες θα τις δυσκόλευαν αρκετά». Ο αριθμός που βγήκε από το στόμα του τον έκανε να βλεφαρίσει —δέκα χιλιάδες άνδρες ήταν κάθε άλλο παρά ασήμαντος στρατός— όμως αυτούς τους αριθμούς έλεγε ο Ραντ, και ο Πέριν, απ’ όσα είχε δει από το στρατόπεδο των Αελιτών στους λόφους, τον πίστευε. Προς έκπληξή του, ο Ρούαρκ είχε μια οσμή διστακτικότητας.

«Τόσοι, δεν είναι δυνατόν», είπε αργά ο αρχηγός φατρίας, και έκανε μια παύση πριν συνεχίσει. «Σήμερα το πρωί ήρθαν αγγελιοφόροι. Οι Σάιντο ξεκίνησαν από το Μαχαίρι του Σφαγέα και προωθούνται νότια μαζικά, στην καρδιά της Καιρχίν. Ίσως να έχω αρκετούς για να τους σταματήσω —απ’ ό,τι φαίνεται, δεν έρχονται όλοι— αλλά αν πάρω πολλές λόγχες από αυτή την περιοχή, ό,τι κάναμε θα πρέπει να το ξανακάνουμε. Στην καλύτερη περίπτωση, οι Σάιντο θα διαγουμίσουν την πόλη πριν προλάβουμε να επιστρέψουμε. Ποιος ξέρει πόσο μακριά θα πάνε, ίσως σε άλλες χώρες, και πόσους θα αρπάξουν υποστηρίζοντας πως είναι γκαϊ’σάιν». Μια ισχυρή οσμή περιφρόνησης ήρθε από πάνω του, αλλά ο Πέριν δεν καταλάβαινε τίποτα. Τι σημασία είχε το πόσα εδάφη έπρεπε να επανακτήσουν —ή ακόμα και πόσοι άνθρωποι θα πέθαιναν, αν και αυτή η σκέψη σχηματίστηκε απρόθυμα, οδυνηρά— αφού ο Ραντ, ο Αναγεννημένος Δράκοντας, πήγαινε αιχμάλωτος στην Ταρ Βάλον;

Η Σορίλεα κοίταζε εξεταστικά τον Πέριν. Τα μάτια των Σοφών έκαναν συχνά τον Πέριν να νιώθει όπως ένιωθε μπροστά στα μάτια των Άες Σεντάι, ότι τον είχαν μετρήσει στον πόντο και ζυγίσει στην ουγγιά. Η Σορίλεα τον έκανε να νιώθει αποσυναρμολογημένος σαν σπασμένο αλέτρι, σαν να μετρούσαν και να εξέταζαν κάθε καρφί για να δουν αν έπρεπε να τη διορθώσουν ή να την αντικαταστήσουν. «Πες του τα όλα, Ρούαρκ», είπε κοφτά η Σοφή.

Η Άμυς έβαλε το χέρι στο μπράτσο του Ρούαρκ. «Έχει το δικαίωμα να μάθει, σκιά της καρδιάς μου. Είναι ο κονταδελφός του Ραντ αλ’Θόρ». Η φωνή της ήταν τρυφερή, η οσμή της αποφασισμένη.

Ο Ρούαρκ έριξε μια σκληρή ματιά στις Σοφές και μια περιφρονητική ματιά στον Ντομπραίν. Στο τέλος, ίσιωσε το κορμί, δείχνοντας όλο του το μπόι. «Μπορώ να πάρω μόνο Κόρες και σισβαϊ’αμάν». Από τον τόνο και τη μυρωδιά του, φαινόταν ότι θα προτιμούσε να χάσει το χέρι του παρά να προφέρει αυτά τα λόγια. «Πολλοί από τους άλλους δεν θα θελήσουν να χορέψουν τις λόγχες με τις Άες Σεντάι». Το χείλος του Ντομπραίν κύρτωσε από περιφρόνηση.

«Πόσοι Καιρχινοί θα πολεμήσουν τις Άες Σεντάι;»ρώτησε χαμηλόφωνα ο Πέριν. «Έξι Άες Σεντάι, και δεν έχουμε τίποτα εκτός από ατσάλι». Πόσες Κόρες και σισβα-πώς-τους-είπε μπορούσε να συγκεντρώσει ο Ρούαρκ; Δεν είχε σημασία· υπήρχαν πάντα οι λύκοι. Πόσοι λύκοι θα πέθαιναν;

Το χείλος του Ντομπραίν ίσιωσε. «Εγώ, Άρχοντα Αϋμπάρα», είπε παγωμένα. «Εγώ και οι πεντακόσιοι μου, ακόμα κι αν ήταν εξήντα οι Άες Σεντάι».

Ακόμα και το κακάρισμα της Σορίλεα ήταν τραχύ. «Μη φοβάσαι τις Άες Σεντάι, δενδροφονιά». Ξαφνικά, σοκαριστικά, μια μικρή φλόγα χοροπήδησε στον αέρα μπροστά της. Μπορούσε να διαβιβάσει!

Η Σορίλεα άφησε τη φλόγα να σβήσει καθώς άρχιζαν να καταστρώνουν τα σχέδιά τους, μα εκείνη δεν έσβησε από τις σκέψεις του Πέριν. Ήταν μικρή, τρεμούλιαζε ασθενικά, μα με κάποιον τρόπο ήταν μια κήρυξη πολέμου δυνατότερη από σάλπιγγες, πολέμου εκ του συστάδην.

«Αν συνεργαστείς», είπε η Γκαλίνα με τόνο φιλική κουβεντούλας, «η ζωή σου θα είναι πιο ευχάριστη».

Η κοπέλα της αντιγύρισε μουτρωμένα τη ματιά και ανασάλεψε στο σκαμνί της, χωρίς μεγάλο πόνο ακόμα. Ίδρωνε πολύ, παρ’ όλο που δεν φορούσε το σακάκι. Πρέπει να έκανε ζέστη μέσα στη σκηνή· η Γκαλίνα καμιά φορά ξεχνούσε τελείως τι θερμοκρασία επικρατούσε. Αναρωτήθηκε για πολλοστή φορά γι’ αυτή τη Μιν, την Ελμιντρέντα, όπως κι αν ήταν εν πάση περιπτώσει το πραγματικό όνομά της. Την πρώτη φορά που την είχε δει η Γκαλίνα, ήταν ντυμένη σαν αγόρι, κάνοντας παρέα με τη Νυνάβε αλ’Μεάρα και την Εγκουέν αλ’Βέρ. Και την Ηλαίην Τράκαντ επίσης, μα οι άλλες δύο είχαν σχέση με τον αλ’Θόρ. Τη δεύτερη φορά, η Ελμιντρέντα ήταν το είδος της γυναίκας που μισούσε η Γκαλίνα, όλο νάζια και αναστεναγμούς, ουσιαστικά υπό την προσωπική προστασία της Σιουάν Σάντσε. Η Γκαλίνα δεν μπορούσε να φανταστεί πώς η Ελάιντα είχε σταθεί τόσο ανόητη ώστε να της επιτρέψει να φύγει από τον Πύργο. Άραγε τι γνώσεις έκρυβε το κεφαλάκι αυτής της κοπέλας; Ίσως η Ελάιντα δεν έπρεπε να την πάρει αμέσως στα χέρια της. Αν τη χρησιμοποιούσε σωστά στον Πύργο, ίσως βοηθούσε τη Γκαλίνα να πιάσει την Ελάιντα στο δίχτυ της σαν σπουργίτι. Παρά την Αλβιάριν, η Ελάιντα είχε γίνει μια από κείνες τις δυνατές, ικανότατες Άμερλιν που έπιαναν τα ηνία γερά στα χέρια τους· αν την έβαζε στο τσεπάκι της, αυτό θα εξασθένιζε τη θέση της Αλβιάριν. Όσο για τον καλύτερο τρόπο που έπρεπε να τη χρησιμοποιήσει...