Μια αλλαγή στις ροές που συναισθανόταν έκανε τη Γκαλίνα να ανακαθίσει με την πλάτη ίσια. «Θα σου ξαναμιλήσω αφού βρεις χρόνο να το σκεφτείς, Μιν. Σκέψου προσεκτικά πόσα δάκρυα αξίζει ένας άνδρας».
Όταν βρέθηκε έξω, η Γκαλίνα αποπήρε τον σωματώδη Πρόμαχο που έστεκε Φρουρός. «Πρόσεχέ την σωστά αυτή τη φορά». Ο Καρίλο δεν είχε βάρδια κατά το συμβάν της προηγούμενης νύχτας, μα παραχάιδευαν τους Γκαϊντίν. Αφού ήταν αναγκαία η ύπαρξή τους, θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως στρατιώτες και τίποτα παραπάνω.
Αγνόησε την υπόκλισή του και απομακρύνθηκε από τη σκηνή, ψάχνοντας τον Γκάγουιν. Αυτός ο νεαρός είχε κλειστεί στον εαυτό του από τότε που είχε αιχμαλωτιστεί ο αλ’Θόρ, και ήταν υπερβολικά σιωπηλός. Η Γκαλίνα δεν θα ανεχόταν να καταστραφούν όλα αν ο Γκάγουιν επιχειρούσε να εκδικηθεί τη μητέρα του. Όμως τον είδε να κάθεται στο άλογό του στην άκρη του στρατοπέδου, μιλώντας σε μια ομάδα εκείνων των αγοριών που αυτοαποκαλούνταν Παλικαράκια.
Είχαν σταματήσει εξ ανάγκης νωρίς σήμερα, και ο απογευματινός ήλιος έριχνε μακριές σκιές στις σκηνές και στις άμαξες στο πλάι του δρόμου. Κυματιστές πεδιάδες και κοντοί λόφοι περικύκλωναν το στρατόπεδο, και μόνο μερικές σκόρπιες συστάδες δένδρων έβλεπε το μάτι, αραιές και μικρές. Τριάντα τρεις Άες Σεντάι με τους υπηρέτες τους —και με Πρόμαχους· εννιά ήταν Πράσινες, μόνο δεκατρείς Κόκκινες, και οι υπόλοιπες Λευκές, το παλιό Άτζα της Αλβιάριν— σχημάτιζαν ένα μεγάλο στρατόπεδο, ακόμα και χωρίς να υπολογίζεις τον Γκάγουιν με τους στρατιώτες του. Μερικές αδελφές ήταν έξω ή κοίταζαν έξω από τις σκηνές τους, έχοντας νιώσει αυτό που είχε νιώσει και η Γκαλίνα. Η εστία της προσοχής ήταν επτά Άες Σεντάι, έξι καθισμένες σε σκαμνιά γύρω από ένα σεντούκι με μπρούτζινα ελάσματα τοποθετημένο σε μέρος που να πιάνει και τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Η έβδομη ήταν η Έριαν· δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από το σεντούκι από τη στιγμή που είχαν βάλει μέσα τον αλ’Θόρ την προηγούμενη νύχτα. Του είχαν επιτρέψει να βγει έξω όταν είχαν βρεθεί μακριά από την Καιρχίν, όμως η Γκαλίνα υποψιαζόταν πως ήθελε να κάνει ο Ραντ το υπόλοιπο ταξίδι μέσα σε κείνο το κιβώτιο.
Η Πράσινη στράφηκε προς το μέρος της μόλις την πλησίασε. Η Έριαν συνήθως ήταν όμορφη, με έξοχο οβάλ πρόσωπο, όμως τώρα τα μάγουλά της είχαν γίνει κατακόκκινα, όπως ήταν συνεχώς μετά από την περασμένη νύχτα, και τα υπέροχα μαύρα μάτια της είχαν κοκκινίσει. «Γκαλίνα, προσπάθησε πάλι να διαπεράσει την ασπίδα». Η οργή γινόταν ένα με την περιφρόνηση για την ανοησία αυτού του άνδρα, κάνοντας τη φωνή της βαριά, σκληρή. «Πρέπει να τιμωρηθεί πάλι. Θέλω να είμαι εγώ αυτή που θα αναλάβει την τιμωρία».
Η Γκαλίνα δίστασε. Το καλύτερο θα ήταν να τιμωρηθεί η Μιν· αυτό θα σταματούσε τον αλ’Θόρ. Είχε μανιάσει βλέποντας να την τιμωρούν για το ξέσπασμά της την προηγούμενη νύχτα, το οποίο είχε προκαλέσει το ότι η Μιν είχε δει να τιμωρούν αυτόν. Το όλο περιστατικό είχε αρχίσει επειδή ο αλ’Θόρ είχε ανακαλύψει ότι η Μιν ήταν στο στρατόπεδο, όταν ένας Πρόμαχος την είχε αφήσει από απροσεξία να περπατήσει στο σκοτάδι αντί να την κρατήσει υπό στενό περιορισμό στη σκηνή της. Ποια άραγε θα περίμενε ότι ο αλ’Θόρ, θωρακισμένος και περικυκλωμένος, θα τρελαινόταν έτσι; Κι όχι μόνο είχε προσπαθήσει να διαπεράσει την ασπίδα, αλλά είχε σκοτώσει έναν Πρόμαχο με γυμνά χέρια και είχε τραυματίσει σοβαρά έναν άλλο με το σπαθί του νεκρού, σε σημείο που ο δεύτερος είχε πεθάνει ενώ προσπαθούσαν να τον Θεραπεύσουν. Όλα αυτά στις στιγμές που είχαν χρειαστεί οι αδελφές να ξεπεράσουν το σοκ και να τον δεσμεύσουν με τη Δύναμη.