Αν ήταν στα χέρια της, η Γκαλίνα θα είχε συγκεντρώσει εδώ και μέρες τις άλλες Κόκκινες αδελφές και θα είχαν ειρηνέψει τον αλ’Θόρ. Μιας κι αυτό ήταν απαγορευμένο, θα προτιμούσε να τον παραδώσει στον Πύργο σώο και ασφαλή εφόσον ήταν ευγενικός σε λογικό βαθμό. Ακόμα και τώρα, αυτό που την ένοιαζε ήταν η αποτελεσματικότητα, και το πιο αποτελεσματικό θα ήταν αν έφερνε τη Μιν εκεί έξω για να την ακούσει ο αλ’Θόρ να κλαίει και να θρηνεί πάλι, καταλαβαίνοντας ότι αυτός ήταν ο αίτιος του πόνου της. Όμως κατά τύχη και οι δύο νεκροί Πρόμαχοι ανήκαν στην Έριαν. Οι περισσότερες αδελφές θα θεωρούσαν πως είχε αυτό το δικαίωμα. Και η Γκαλίνα προσωπικά ήθελε αυτή η Ιλιανή Πράσινη κουκλίτσα να απαλλασσόταν όσο το δυνατόν συντομότερα από το μένος της. Θα ήταν προτιμότερο να έκανε το υπόλοιπο ταξίδι θαυμάζοντας αυτό το πορσελάνινο πρόσωπο ατάραχο.
Η Γκαλίνα ένευσε.
Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια όταν ξαφνικά το σεντούκι πλημμύρισε φως. Δεν μπόρεσε να μη κάνει ένα μορφασμό· ήξερε τι τον περίμενε. Ο Λουζ Θέριν έμεινε βουβός, ασάλευτος. Ο Ραντ κρατούσε το κενό από μια ακρούλα, όμως αντιλαμβανόταν έντονα τους γεμάτους κόμπους μύες του να διαμαρτύρονται καθώς κάποιοι τον σήκωναν όρθιο. Έσφιξε τα δόντια και προσπάθησε να μην μισοκλείσει πάλι τα μάτια στη λάμψη του μεσημεριού, όπως του φαινόταν ότι ήταν. Ο αέρας ήταν υπέροχα φρέσκος· το υγρό πουκάμισό του κολλούσε πάνω του, στάζοντας ιδρώτα. Δεν υπήρχαν κορδόνια να τον κρατούν, μα δεν θα μπορούσε να κάνει βήμα ούτε ακόμα και για να σώσει τη ζωή του. Αν δεν τον στήριζε η Δύναμη, θα σωριαζόταν κάτω. Πριν δει τη θέση του ήλιου, δεν είχε ιδέα πόσες ώρες βρισκόταν εκεί μέσα με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα, μέσα σε μια λιμνούλα από τον ίδιο του τον ιδρώτα.
Όμως δεν πρόσεξε περισσότερο τον ήλιο. Άθελά του, το βλέμμα του στράφηκε στην Έριαν πριν ακόμα εκείνη πάρει θέση μπροστά του. Η κοντή, λεπτή γυναίκα σήκωσε το βλέμμα της πάνω του, με τα μαύρα μάτια της γεμάτα οργή, κι ο Ραντ παραλίγο θα μόρφαζε πάλι. Αντίθετα από την χθεσινή νύχτα, δεν είπε τίποτα, απλώς άρχισε.
Το πρώτο αθέατο χτύπημα τον βρήκε στους ώμους, το δεύτερο στο στήθος, το τρίτο στο πίσω μέρος των μηρών του. Το Κενό διαλύθηκε. Αέρας. Ήταν μόνο Αέρας. Όπως το έλεγε, του φαινόταν μαλακότερο. Κάθε χτύπημα έμοιαζε με καμτσικιά, όμως, που την επέφερε ένα χέρι δυνατότερο από χέρι ανθρώπου. Πριν αρχίσει η Έριαν, μώλωπες τον διέσχιζαν από τους ώμους ως τα γόνατα. Τους αντιλαμβανόταν, όχι τόσο αμυδρά όσο θα ήθελε· ακόμα και μέσα στο Κενό του ερχόταν να κλάψει. Όταν χάθηκε το Κενό, του ήρθε να ουρλιάξει.
Αντίθετα, έσφιξε τα σαγόνια του. Μερικές φορές του ξέφευγε ένας γρυλλισμός ανάμεσα από τα δόντια του, και τότε η Έριαν πολλαπλασίαζε τις προσπάθειές της, σαν να ήθελε κι άλλο. Ο Ραντ αρνιόταν να της το δώσει. Δεν μπορούσε να σταματήσει το τρέμουλό του με κάθε χτύπημα εκείνου του αόρατου μαστιγίου, όμως δεν θα της έδινε τίποτα παραπάνω. Στύλωσε τα μάτια του στα δικά της, αρνήθηκε να τραβήξει το βλέμμα του αλλού, αρνήθηκε να βλεφαρίσει.
Σκότωσα την Ιλυένα μου. Ο Λουζ Θέριν βογκούσε με κάθε χτύπημα.
Ο Ραντ είχε το δικό του τροπάρι. Ο πόνος του έκαιγε το στήθος. Να τι παθαίνεις όταν εμπιστεύεσαι τις Άες Σεντάι. Η φωτιά του έγδερνε την πλάτη. Ποτέ ξανά· ούτε πόντο· ούτε στάλα. Σαν χαρακιά από ξυράφι. Να τι παθαίνεις όταν εμπιστεύεσαι τις Άες Σεντάι.
Νόμιζαν ότι θα τον έκαναν να λυγίσει. Νόμιζαν ότι θα τον έκαναν να συρθεί στην Ελάιντα! Έβαλε τον εαυτό του να κάνει το πιο δύσκολο πράγμα που είχε κάνει ποτέ στη ζωή του. Χαμογέλασε. Το χαμόγελο δεν ανέβηκε βέβαια πιο πάνω από τα χείλη του, όμως κοίταξε την Εγκουέν κατάματα, και χαμογέλασε. Τα μάτια της πλάτυναν· άφησε ένα συριγμό. Τα πλήγματα άρχισαν να έρχονται ταυτοχρόνως από παντού.
Ο κόσμος ήταν ολόκληρος πόνος και φωτιά. Ο Ραντ δεν μπορούσε να δει, μόνο να νιώσει. Αγωνία, κόλαση. Για κάποιο λόγο, ένιωθε τα χέρια του να τρέμουν ανεξέλεγκτα στα αόρατα δεσμά τους, όμως συγκέντρωσε όλη του την προσοχή στο να κρατήσει τα δόντια του σφιγμένα. Να τι παθαίνεις — Μη φωνάξεις! Δεν θα φων—! Ποτέ ξανά· ούτε πό—! Ούτε πόντο· ούτε στάλα! Ποτέ ξαν—! Δεν θα! Ποτέ ξα—! Ποτέ! Ποτέ! ΠΟΤΕ!
Πρώτα αντελήφθηκε ότι ανάπνεε· Αέρας, που τον κατάπινε πεινασμένα από τα ρουθούνια του. Έκαιγε —ήταν μια πάλλουσα φωτιά— όμως ο ξυλοδαρμός είχε σταματήσει. Ένιωσε σχεδόν σοκ, όταν το συνειδητοποίησε. Το τέλος ενός κάτι που ένα κομμάτι του ήταν πεπεισμένο ότι δεν θα τελείωνε ποτέ. Γεύτηκε αίμα και κατάλαβε ότι τα σαγόνια του πονούσαν σχεδόν όσο και το υπόλοιπο κορμί του. Ωραία. Δεν είχε φωνάξει. Οι μύες του προσώπου του είχαν κλειδώσει με μια κράμπα όλο κόμπους· θα χρειαζόταν κόπος για να ανοίξει το στόμα του, ακόμα κι αν το ήθελε.