Ο Ραντ ψηλάφισε κατά μήκος της ασπίδας ώσπου έφτασε στα μαλακά σημεία. Στις έξι Άες Σεντάι. Ήθελε ώρα; Αν την έδεναν, κάτι που δεν είχαν κάνει ως τώρα μέσα σε... Πόσο ήταν; Έξι μέρες; Επτά; Οκτώ; Δεν είχε σημασία. Δεν είχε περιθώριο να περιμένει πολύ. Κάθε μέρα ήταν μια μέρα πιο κοντά στην Ταρ Βάλον. Αύριο θα επιχειρούσε να σπάσει πάλι το φράγμα· ήταν λες και σφυροκοπούσε βράχο με τα χέρια του, όμως το είχε χτυπήσει μ’ όλη του τη δύναμη. Αύριο όταν τον ξυλοκοπούσε η Έριαν —ήταν σίγουρος πως θα το έκανε αυτή — θα της χαμογελούσε πάλι και όταν δυνάμωνε ο πόνος, θα άφηνε τις κραυγές να ξεχυθούν. Την επόμενη μέρα απλώς θα άγγιζε την ασπίδα, ίσα για να τη νιώσουν, αλλά όχι περισσότερο, και μετά, είτε τον τιμωρούσαν είτε όχι, δεν θα το έκανε ξανά. Ίσως θα παρακαλούσε για λίγο νερό. Του είχαν δώσει λιγάκι την αυγή, μα είχε διψάσει πάλι· ακόμα κι αν τον άφηναν να πίνει συχνότερα από μια φορά τη μέρα, τα παρακάλια θα ήταν χρήσιμα. Έτσι πίστευε· δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να του επιτρέψουν να βγει έξω γι’ αρκετή ώρα πριν βεβαιωθούν πως είχε μάθει το μάθημά του. Οι μύες του, όλο κράμπες, σφάδαζαν στη σκέψη δύο ή τριών ακόμα ημερών εκεί μέσα. Δεν είχε χώρο να κουνήσει τίποτα, το σώμα του όμως προσπαθούσε. Δυο-τρεις μέρες, και θα ήταν σίγουρες ότι τον είχαν λυγίσει. Θα έπαιρνε φοβισμένο ύφος και θα απέφευγε τα βλέμματά τους. Ένα εξαθλιωμένο κορμί θα το άφηναν να βγει από το σεντούκι με ασφάλεια. Το σημαντικότερο, ένα εξαθλιωμένο κορμί δεν θα το φύλαγαν με τόση προσοχή. Και τότε, ίσως, θα αποφάσιζαν ότι δεν χρειάζονταν έξι για να διατηρήσουν την ασπίδα, ή ότι μπορούσαν να τη στερεώσουν, ή... ή κάτι άλλο. Χρειαζόταν ένα άνοιγμα. Κάτι!
Ήταν μια απεγνωσμένη σκέψη, μα συνειδητοποίησε ότι γελούσε και δεν μπορούσε να σταματήσει. Δεν μπορούσε επίσης να πάψει να ψηλαφεί το φράγμα, σαν τυφλός που γλιστρούσε τα δάχτυλά του πάνω σ’ ένα κομμάτι λείο γυαλί.
Η Γκαλίνα κοίταξε συνοφρυωμένη τις Αελίτισσες ώσπου εκείνες πέρασαν μια ραχούλα και εξαφανίστηκαν στην πίσω πλαγιά. Όλες εκείνες οι γυναίκες εκτός από την ίδια τη Σεβάνα μπορούσαν να διαβιβάσουν, κι αρκετές δυνατά. Χωρίς αμφιβολία η Σεβάνα θεωρούσε πως ήταν πιο ασφαλής, περικυκλωμένη καθώς ήταν από δώδεκα περίπου αδέσποτες. Τι διασκεδαστική σκέψη. Αυτές οι βάρβαρες δεν εμπιστεύονταν κανέναν. Μέσα σε λίγες μέρες θα τις ξαναχρησιμοποιούσε, στο δεύτερο σκέλος της «συμφωνίας»της Σεβάνα. Στο λυπηρό θάνατο που έμελλε να βρει ο Γκάγουιν Τράκαντ μαζί με τα περισσότερα Παλικαράκια του.
Ξαναγυρνώντας στο κέντρο του στρατοπέδου, βρήκε την Έριαν να στέκεται ακόμα πάνω από το σεντούκι όπου ήταν ο αλ’Θόρ.
«Σιγοκλαίει, Γκαλίνα», της είπε εκείνη άγρια. «Τον ακούς; Ο—» Ξαφνικά, δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπο της Έριαν, κι αυτή απλώς έμεινε εκεί με σιωπηλούς λυγμούς, ενώ τα χέρια της είχαν γίνει γροθιές που έσφιγγαν τα φουστάνια της.
«Έλα στη σκηνή μου», της είπε με κατευναστικό ύφος η Γκαλίνα. «Έχω ωραίο τσαγάκι από βατόμουρα, και θα σου βάλω ένα δροσερό, υγρό πανί στο μέτωπο».
Η Έριαν χαμογέλασε ανάμεσα από τα δάκρυά της. «Σ’ ευχαριστώ, Γκαλίνα, μα δεν μπορώ. Θα με περιμένουν ο Ράσαν και ο Μπάρτολ. Φοβάμαι πως υποφέρουν χειρότερα από μένα. Όχι μόνο νιώθουν τον πόνο μου, αλλά υποφέρουν επειδή ξέρουν ότι πονάω. Πρέπει να τους παρηγορήσω». Έσφιξε με ευγνωμοσύνη το χέρι της Γκαλίνα και έφυγε με αιθέριες κινήσεις.
Η Γκαλίνα κοίταξε συνοφρυωμένη το σεντούκι. Ο αλ’Θόρ έμοιαζε να κλαψουρίζει· ή αυτό ή γελούσε, και η Γκαλίνα αμφέβαλλε ότι ήταν αυτό. Κοίταξε την Έριαν που έμπαινε στη σκηνή των Προμάχων της. Ο αλ’Θόρ θα έκλαιγε. Είχαν τουλάχιστον δυο βδομάδες ακόμα μέχρι να φτάσουν στην Ταρ Βάλον και την θριαμβική είσοδο που είχε προγραμματίσει η Ελάιντα· είκοσι μέρες ακόμα το λιγότερο. Από δω και πέρα, είτε ήθελε να το κάνει η Έριαν είτε όχι, θα τον τιμωρούσαν κάθε μέρα, την αυγή και το ηλιοβασίλεμα. Όταν τον έφερνε στο Λευκό Πύργο, ο αλ’Θόρ θα φιλούσε το δαχτυλίδι της Ελάιντα, θα μιλούσε μόνο όταν του μιλούσαν και θα γονάτιζε στη γωνιά όταν δεν τον χρειάζονταν. Με ένα έντονο βλέμμα, πήγε να πιει μονάχη το τσάι της από βατόμουρα.
Καθώς έμπαιναν στη μεγαλούτσικη συστάδα των δένδρων, η Σεβάνα στράφηκε προς τις άλλες, ενώ σκεφτόταν τι παράξενο που ήταν το ότι δεν έδινε μεγάλη σημασία στα δένδρα. Πριν περάσουν το Δρακότειχος, δεν είχε ξαναδεί ποτέ τόσα πολλά δένδρα. «Είδατε όλες το μέσο με το οποίο τον κρατάνε;» ρώτησε, κάνοντάς το να φανεί σαν να είχε πει «είδατε κι εσείς».
Η Θεράβα κοίταξε τις άλλες, οι οποίες ένευσαν. «Ό,τι έκαναν, μπορούμε να υφάνουμε», είπε η Θεράβα.
Η Σεβάνα ένευσε και άγγιξε το μικρό πέτρινο κύβο με τα περίτεχνα σκαλίσματα στο πουγκί της. Ο παράξενος υδρόβιος που της το είχε δώσει είχε πει ότι έπρεπε να το χρησιμοποιήσει τώρα, όσο ο αλ’Θόρ ήταν αιχμάλωτος. Μέχρι τη στιγμή που είχε δει τον αλ’Θόρ, σκόπευε να χρησιμοποιήσει τον κύβο· τώρα αποφάσισε να τον πετάξει. Ήταν η χήρα ενός αρχηγού που είχε πάει στο Ρουίντιαν και ενός άνδρα που είχε ονομαστεί αρχηγός χωρίς να κάνει αυτό το ταξίδι. Τώρα θα γινόταν η σύζυγος του ίδιου του Καρ’α’κάρν. Όλες οι λόγχες του Άελ θα την υπάκουγαν. Το δάχτυλο της είχε ακόμα την αίσθηση του αλ’Θόρ, εκεί που είχε διατρέξει τη γραμμή του περιλαίμιου που θα του φορούσε.