«Ήρθε η ώρα, Ντεσαίν», είπε.
Φυσικά η Ντεσαίν ανοιγόκλεισε τα μάτια έκπληκτη και μετά δεν πρόλαβα παρά να ουρλιάζει πριν οι άλλες αρχίσουν τη δουλειά τους. Η Ντεσαίν είχε αρκεστεί να γκρινιάζει για τη θέση της Σεβάνα. Η Σεβάνα είχε αφιερώσει το χρόνο της σε πιο παραγωγική δουλειά. Με εξαίρεση τη Ντεσαίν, όλες οι γυναίκες εκεί ήταν αφοσιωμένες σ’ αυτήν, και με το παραπάνω.
Η Σεβάνα παρακολούθησε με μεγάλη προσοχή τι έκαναν οι Σοφές· η Μία Δύναμη τη συνάρπαζε, όλα αυτά τα πράγματα που γίνονταν τόσο θαυματουργά, τόσο άκοπα, και ήταν πολύ σημαντικό να φανεί ότι αυτό που είχε πάθει η Ντεσαίν μπορούσε να γίνει μόνο με τη Δύναμη. Σκέφτηκε ότι ήταν εκπληκτικό το ότι μπορούσες να διαμελίσεις ένα ανθρώπινο κορμί χύνοντας τόσο λίγο αίμα.
54
Το Μήνυμα
Με τον ήλιο μια λεπτή μυτίτσα στον ορίζοντα, η δεύτερη μέρα της Γιορτής των Φώτων είδε τους δρόμους της Καιρχίν να είναι ήδη γεμάτοι από γλεντοκόπους. Στην πραγματικότητα, δεν είχαν αδειάσει τελείως όλη τη νύχτα. Ο εορτασμός είχε κάτι το ξέφρενο, κι ελάχιστοι έδιναν σημασία στον σγουρομάλλη με τη βλοσυρή όψη και τον πέλεκυ στο πλευρό που ίππευε ένα ψηλό ρούσσο άλογο στους ίσιους δρόμους που κατέληγαν στο ποτάμι. Μερικοί κοίταξαν τους συντρόφους του· οι Αελίτες τώρα πια ήταν συνηθισμένο θέαμα, αν και είχαν εγκαταλείψει τους δρόμους όταν είχε αρχίσει η γιορτή, όμως δεν έβλεπες κάθε μέρα έναν Ογκιρανό που ήταν ψηλότερος από άνθρωπο καβάλα σε άλογο, ειδικά έναν Ογκιρανό που κρατούσε πέλεκυ γερμένο στον ώμο του με κοντάρι που είχε μήκος όσο ήταν το ύψος του. Σε σύγκριση με τον Ογκιρανό, ο σγουρομάλλης φαινόταν χαρωπός.
Τα πλοία στον Αλγκουένυα είχαν όλα αναμένα τα φανάρια τους, ακόμα και τα πλοία των Θαλασσινών που πρόσφεραν αφορμή για τόσες φήμες, για το γεγονός ότι βρίσκονταν στην Καιρχίν, για το ότι παρέμεναν αγκυροβολημένα τόσο καιρό σχεδόν δίχως καθόλου επαφή με τη στεριά. Σύμφωνα με τις φήμες που είχε ακούσει ο Πέριν, οι Θαλασσινοί ήταν αποδοκίμαζαν πιο πολύ κι από τους Αελίτες τα όσα συνέβαιναν στην πόλη, κι αυτό κάτι έλεγε, γιατί ο Πέριν νόμιζε πως ο Γκαούλ θα πέθαινε από το σοκ κάθε φορά που έβλεπε έναν άνδρα και μια γυναίκα να φιλιούνται. Δεν έδειχνε να τον ενοχλεί τόσο το αν η γυναίκα φορούσε μπλούζα ή όχι, όσο το γεγονός ότι φιλιούνταν ενώπιον όλων.
Μακριές πέτρινες προβλήτες χώνονταν στο ποτάμι ανάμεσα σε ψηλά πλευρικά τείχη, και σκάφη κάθε λογής ήταν δεμένα εκεί, μεταξύ των οποίων πορθμεία που χωρούσαν από ένα ως πενήντα άλογα, όμως σ’ αυτά ο Πέριν δεν έβλεπε να υπάρχει πάνω από ένας άνθρωπος. Τράβηξε τα γκέμια όταν έφτασε σε ένα πλατύ σκάφος δίχως κατάρτι πλάτους έξι ή επτά απλωσιών, δεμένο σε πέτρινους στύλους. Η ράμπα προς την αποβάθρα ήταν στη θέση της. Ένα χοντρός γκριζομάλλης που δεν φορούσε πουκάμισο καθόταν σε ένα βαρελάκι στο κατάστρωμα, έχοντας στα γόνατα μια γκριζομάλλα γυναίκα με πεντ’ έξι πολύχρωμες κορδέλες στο κάτω μέρος του φορέματος της.
«Θέλουμε να περάσουμε απέναντι», είπε δυνατά ο Πέριν, προσπαθώντας να κοιτάξει μόνο για να δει αν οι δυο είχαν πάρει τα χέρια ο ένας από τον άλλο. Δεν τα είχαν πάρει. Ο Πέριν πέταξε μια Αντορινή κορώνα στο πορθμείο, και ο ήχος του χοντρού, χρυσού νομίσματος που αναπήδησε στο κατάστρωμα έκανε τον άνδρα να γυρίσει το κεφάλι. «Θέλουμε να περάσουμε απέναντι», είπε ο Πέριν, ζυγιάζοντας μια δεύτερη χρυσή κορώνα στην παλάμη του. Μετά από μια στιγμή, πρόσθεσε και τρίτη.
Ο πορθμέας έγλειψε τα χείλη του. «Πρέπει να βρω κωπηλάτες», μουρμούρισε, κοιτάζοντας το χέρι του Πέριν.
Αναστενάζοντας εκείνος έβγαλε άλλα δύο από το πουγκί του· θυμόταν που κάποτε θα γούρλωνε τα μάτια βλέποντας ένα απ’ αυτά τα νομίσματα.
Ο πορθμέας πετάχτηκε όρθιος, ρίχνοντας την αριστοκράτισσα στον πισινό της μ’ ένα γδούπο, και ανηφόρισε τη ράμπα λέγοντας λαχανιασμένα ότι θα ερχόταν σε λίγες στιγμές, Άρχοντά μου, λίγες στιγμούλες. Η γυναίκα έριξε μια επιτιμητική ματιά στον Πέριν και προχώρησε στην αποβάθρα με αξιοπρέπεια, στάση που τη χάλασε λιγάκι το γεγονός ότι έτριβε το πονεμένο σημείο· πριν πάει μακριά, όμως μάζεψε τα φουστάνια της και έτρεξε να βρει μια ομάδα χορευτές που διασκέδαζαν πιο κάτω στην προκυμαία. Ο Πέριν την άκουσε να γελάει.