Χρειάστηκαν παραπάνω από μερικές στιγμές, αλλά όπως φαινόταν η υπόσχεση του χρυσού ήταν αρκετή, γιατί σε λίγη ώρα ο πορθμέας είχε βρει αρκετούς για να επανδρώσουν τα μακριά κουπιά. Ο Πέριν στάθηκε χαϊδεύοντας τη μύτη του ντορή του καθώς το σκάφος έβγαινε στο ποτάμι. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι όνομα θα του έδινε· το ζώο ήταν από το στάβλο του Παλατιού του Ήλιου. Καλά περιποιημένο, με άσπρα τα μπροστινά πόδια, έμοιαζε γερό, αν και δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τον Γοργοπόδη.
Το ξεχόρδιστο Διποταμίτικο τόξο του ήταν χωμένο στο λουρί της σέλας του από τη μια μεριά, ενώ η γεμάτη φαρέτρα κρεμόταν μπροστά από την ψηλή ράχη της σέλας του, ισορροπώντας ένα μακρύ, στενό, καλοτυλιγμένο δέμα. Το σπαθί του Ραντ. Η Φάιλε είχε πακετάρει η ίδια εκείνο το δέμα και του το είχε δώσει χωρίς λέξη. Είχε πει κάτι, όταν ο Πέριν είχε γυρίσει να φύγει καταλαβαίνοντας ότι άδικα περίμενε φιλί.
«Αν πέσεις», είχε ψιθυρίσει, «θα πάρω εγώ το σπαθί σου».
Ο Πέριν δεν ήξερε αν το είχε μουρμουρίσει για να την ακούσει. Η οσμή της ήταν τέτοιος κυκεώνας που δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα.
Ήξερε ότι έπρεπε να σκέφτεται αυτό που πήγαινε να κάνει, όμως η Φάιλε συνεχώς του ξαναρχόταν στο νου. Κάποια στιγμή ήταν σίγουρος πως θα έλεγε ότι θα ερχόταν μαζί του, και είχε νιώσει ένα σφίξιμο στην καρδιά. Αν το είχε πει αυτό η Φάιλε, μάλλον δεν θα μπορούσε να της το αρνηθεί —ούτε αυτό, ούτε τίποτα άλλο, μετά από τον τρόπο που την είχε κυνηγήσει— αλλά τους περίμεναν μπροστά έξι Άες Σεντάι, αίμα και θάνατος. Αν πέθαινε η Φάιλε, ο Πέριν ήξερε ότι θα τρελαινόταν. Το είχε καταλάβει όταν η Μπερελαίν είχε πει ότι θα οδηγούσε τους Μαγενούς Φτερωτούς Φρουρούς της σ’ αυτή την καταδίωξη. Ευτυχώς που η στιγμή είχε περάσει γρήγορα, αν και με κάποια αμηχανία.
«Αν αφήσεις την πόλη που σου έδωσε ως εκπρόσωπό του ο Ραντ αλ’Θόρ», είχε πει ήσυχα ο Ρούαρκ, «πόσες φήμες θα γεννηθούν; Πόσες φήμες αν στείλεις όλες τις λόγχες σου; Τι θα δημιουργηθεί απ’ αυτές τις φήμες;» Έμοιαζε με συμβουλή, μα και δεν έμοιαζε· κάτι στη φωνή του αρχηγού φατρίας υπογράμμιζε τα λόγια του.
Η Μπερελαίν τον κοίταξε, μυρίζοντας πείσμα, με το κεφάλι ψηλά. Η πεισματάρικη οσμή καταλάγιασε σιγά-σιγά, και μονολόγησε χαμηλόφωνα, «Μερικές φορές νομίζουν ότι υπάρχουν υπερβολικά πολλοί άνδρες που μπορούν...» Ο Πέριν μόλις που μπορούσε να το ακούσει. Χαμογελώντας, η Μπερελαίν μίλησε δυνατά, με βασιλικό ύφος. «Συνετή η συμβουλή σου, Ρούαρκ. Νομίζω πως θα την ακολουθήσω».
Το πιο αξιοπερίεργο όμως ήταν ο τρόπος που συνδυάζονταν οι οσμές τους, του Ρούαρκ και της Μπερελαίν. Για τον Πέριν, ήταν σαν αρσενικός λύκος μαζί μ’ ένα λυκάκι που κόντευε να ωριμάσει· ένας ανεκτικός πατέρας που έτρεφε στοργικά συναισθήματα για την κόρη του κι εκείνη γι’ αυτόν, αν και μερικές φορές έπρεπε να της δαγκώσει τη μύτη για να την κάνει να φερθεί σωστά. Το σημαντικό όμως ήταν ότι ο Πέριν έβλεπε τις προθέσεις να χάνονται από το βλέμμα της Φάιλε. Τι έπρεπε να κάνει; Αν ζούσε και την ξανάβλεπε, τι θα έπρεπε να κάνει;
Στην αρχή οι τραχιά ντυμένοι κωπηλάτες, μερικοί εκ των οποίων γυμνόστηθοι, έκαναν κακόγουστα αστεία, καλοσυνάτα όμως, λέγοντας ότι το χρυσάφι δεν άξιζε αυτό που έχαναν. Γελούσαν καθώς βάδιζαν μπρος-πίσω στο κατάστρωμα κουνώντας τα κουπιά, και όλοι ισχυρίζονταν πως είχαν χορέψει ή είχαν φιλήσει αριστοκράτισσα. Ένας κοκαλιάρης με μεγάλο πηγούνι ισχυριζόταν πως είχε μια Δακρυνή αριστοκράτισσα στα γόνατά του πριν απαντήσει στο κάλεσμα του Μάναλ, μα κανείς δεν τον πίστευε· οι Δακρυνοί είχαν ρίξει μια ματιά σ’ αυτό που εκτυλισσόταν και είχαν ορμήξει στους εορτασμούς· οι Δακρυνές είχαν ρίξει μια ματιά και είχαν κλειστεί στα δωμάτια τους με φρουρούς στις πόρτας.
Τα αστεία και τα χάχανα δεν κράτησαν πολύ. Ο Γκαούλ στεκόταν όσο πιο κοντά μπορούσε στο κέντρο του πορθμείου, με το κάπως τρελό βλέμμα του στυλωμένο στην απέναντι όχθη, πατώντας στις μύτες των ποδιών λες και ήταν έτοιμος να πηδήξει. Έφταιγαν όλα αυτά τα νερά, φυσικά, όμως οι κωπηλάτες δεν μπορούσαν να το ξέρουν. Και ο Λόιαλ, στηριγμένος στο μακρύ πέλεκυ που είχε βρει στο Παλάτι του Ήλιου, με την περίτεχνα χαραγμένη κεφαλή, στεκόταν ασάλευτος σαν άγαλμα και το πλατύ πρόσωπό του έμοιαζε σμιλεμένο από γρανίτη. Οι κωπηλάτες έκλεισαν τα στόματά τους και συνέχισαν να δουλεύουν τα κουπιά βάζοντας τα δυνατά τους, σχεδόν χωρίς να τολμούν να κοιτάξουν τους επιβάτες τους. Όταν τελικά το πορθμείο έδεσε στον πέτρινο μόλο στη δυτική όχθη του Αλγκουένυα, ο Πέριν έδωσε στον ιδιοκτήτη του —και τώρα που το καλοσκεφτόταν, έλπιζε να ήταν αυτός ο ιδιοκτήτης— το υπόλοιπο χρυσάφι και επίσης μια χούφτα ασήμι για να τη μοιράσει, για να τους καταπραΰνει από το φόβο που τους είχαν προκαλέσει ο Λόιαλ και ο Γκαούλ. Ο χοντρούλης τα πήρε κάνοντας πίσω μ’ ένα μορφασμό, και υποκλίθηκε τόσο βαθιά, σε πείσμα του όγκου του, που το κεφάλι του σχεδόν άγγιξε τα γόνατά του. Ίσως ο Γκαούλ και ο Λόιαλ δεν ήταν οι μόνοι που είχαν τρομακτικό πρόσωπο.