Πελώρια κτήρια δίχως παράθυρα στέκονταν περικυκλωμένα από ξύλινες σκαλωσιές, με την πέτρα να έχει μαυρίσει και να έχει πέσει σε πολλά μέρη. Οι σιταποθήκες είχαν καεί σε ταραχές πριν καιρό, και οι επισκευές μόλις τώρα άρχιζαν κανονικά, αλλά δεν υπήρχε ψυχή σε κείνους τους δρόμους που ήταν γεμάτοι σιταποθήκες και στάβλους, αποθήκες και μάντρες για άμαξες. Όσοι δούλευαν εδώ, είχαν πάει στην πόλη. Δεν φαινόταν κανείς ως τη στιγμή που δυο άνδρες βγήκαν με άλογα από ένα πλαϊνό δρομάκι.
«Είμαστε έτοιμοι, Άρχοντα Αϋμπάρα», είπε με έξαψη ο Χάβιεν Νουρέλ. Ο ροδομάγουλος νεαρός, που ήταν αρκετά ψηλότερος από τον σύντροφο του, είχε φανταχτερή εμφάνιση με τον κόκκινο θώρακα του και το κράνος του, που είχε ένα λεπτό κόκκινο λοφίο. Μύριζε ενθουσιασμό και νιότη.
«Κι έλεγα, θα έρθει, δεν θα έρθει», μουρμούρισε ο Ντομπραίν. Δεν φορούσε κράνος, αλλά είχε γάντια με ατσάλινη επένδυση στη ράχη και ένα καταχτυπημένο θώρακα που διατηρούσε απομεινάρια από κάποτε περίτεχνα επίχρυσα στολίσματα. Έριξε μια ματιά στο πρόσωπο του Πέριν και πρόσθεσε, «Μα το Φως, δεν εννοούσα να σε προσβάλλω, Άρχοντα Αϋμπάρα».
«Έχουμε μακρύ δρόμο να κάνουμε», είπε ο Πέριν, στρίβοντας το ντορή του. Να τον έβγαζε Πιστό; Τι θα έκανε με τη Φάιλε; Η ανάγκη του Ραντ έβραζε κάτω από το πετσί του. «Τώρα έχουν προβάδισμα τεσσάρων ημερών». Χτύπησε ελαφρά το άλογο με τις φτέρνες του και ο Πιστός ξεκίνησε με σταθερό βήμα. Η καταδίωξη θα ήταν μακρά· δεν έπρεπε να εξαντλήσουν τα άλογα. Ούτε ο Λόιαλ ούτε ο Γκαούλ δυσκολεύονταν να τους προφτάσουν.
Ο πλατύτερος από τους ίσιους δρόμους έγινε ξαφνικά η Οδός της Ταρ Βάλον —η Οδός της Ταρ Βάλον στην Καιρχίν· τέτοιοι δρόμοι υπήρχαν και σε άλλα έθνη— που ήταν μια φαρδιά λωρίδα από σκληρό χώμα που ξετυλιγόταν προς τα δυτικά και τα νότια περνώντας ανάμεσα από δασώδεις λόφους χαμηλότερους από κείνους πάνω στους οποίους είχε θεμελιωθεί η πόλη. Όταν μπήκαν ένα μίλι στο δάσος, τους βρήκαν διακόσιοι Μαγενοί Φτερωτοί Φρουροί και πεντακόσιοι στρατιώτες του Οίκου Τάμποργουιν, όλοι καβάλα στα καλύτερα ζώα που υπήρχαν.
Οι Μαγενοί φορούσαν όλοι κόκκινους θώρακες και κράνη σαν γλάστρες με γείσο που κάλυπταν το σβέρκο, και τα δόρατά τους είχαν κόκκινες κορδέλες. Πολλοί έμοιαζαν εξίσου ενθουσιασμένοι με τον Νουρέλ. Οι Καιρχινοί, κοντύτεροι από τους Μαγενούς, φορούσαν απλούς θώρακες και κράνη σαν καμπάνες κομμένες που αποκάλυπταν τα πρόσωπά τους, ενώ τόσο οι θώρακες όσο και τα κράνη ήταν συχνά βουλιαγμένα και λακουβιασμένα. Τα δόρατά τους ήταν αστόλιστα, παρ’ όλο που εδώ κι εκεί το κον του Ντομπραίν, ένα μικρό σκληρό τετράγωνο ύφασμα σε κοντό ιστό, γαλάζιο με δύο λευκά διαμάντια, ξεχώριζε τους αξιωματικούς ή τους κατώτερους άρχοντες του Οίκου Τάμποργουιν. Κανείς τους όμως δεν φαινόταν ενθουσιασμένος, μόνο ήταν βλοσυροί. Είχαν δει μάχες. Στην Καιρχίν, το ονόμαζαν «βλέπω το λύκο».
Ο Πέριν παραλίγο θα γελούσε όταν το άκουσε αυτό. Δεν ήταν ακόμα ώρα για τους λύκους.
Κατά το μεσημεράκι, μια μικρή ομάδα Αελιτών ήρθαν τρέχοντας από τα δένδρα και κατηφόρισαν την πλαγιά για να φτάσουν στο δρόμο. Δύο Κόρες έτρεχαν στο πλευρό του Ρούαρκ, η Ναντέρα και, όπως κατάλαβε μετά από μια στιγμή ο Πέριν, η Σούλιν. Έδειχνε πολύ διαφορετική με το καντιν’σόρ, με τα άσπρα μαλλιά κομμένα κοντά με εξαίρεση την κοτσίδα στο σβέρκο της. Φαινόταν... φυσική... κάτι που δεν είχε δείξει ποτέ όσο φορούσε την επίσημη στολή υπηρέτριας. Η Άμυς και η Σορίλεα έρχονταν μαζί τους, με τα επώμια ριγμένα στα μπράτσα τους, κουδουνίζοντας από τα μενταγιόν και τα βραχιόλια από χρυσό και φίλντισι, ανασηκώνοντας τα ογκώδη φουστάνια τους στην πλαγιά, αλλά συναγωνιζόμενες σε ταχύτητα την υπόλοιπη ομάδα.
Ο Πέριν ξεπέζεψε για να μιλήσει μαζί τους, μπροστά απ’ όλους τους άλλους. «Πόσους;»ρώτησε.
Ο Ρούαρκ έριξε μια ματιά εκεί που περπατούσαν ο Γκαούλ και ο Λόιαλ πλάι στον Ντομπραίν και τον Νουρέλ, προπορευόμενοι από τη φάλαγγα. Ήταν τόσο μακριά που ακόμα και ο Πέριν μάλλον δεν θα άκουγε τίποτα μέσα στις οπλές που κροτοβολούσαν και τα χαλινάρια που κροτάλιζαν και τις σέλες που έτριζαν, όμως ο Ρούαρκ καλού-κακού χαμήλωσε τη φωνή. «Πέντε χιλιάδες άνδρες από διάφορες κοινωνίες· κάτι παραπάνω από πέντε χιλιάδες. Δεν μπορούσα να φέρω πολλούς. Ακόμα κι έτσι, ο Τίμολαν ήταν καχύποπτος που δεν πήγαινα μαζί του ενάντια στο Σάιντο. Αν γίνει κοινά γνωστό ότι οι Άες Σεντάι κρατούν τον Καρ’α’κάρν, φοβάμαι ότι η μελαγχολία θα μας καταπιεί όλους». Η Ναντέρα και η Σούλιν έβηξαν δυνατά την ίδια στιγμή· οι δύο γυναίκες αγριοκοιτάχτηκαν μεταξύ τους, και η Σούλιν τράβηξε το βλέμμα, κοκκινίζοντας. Ο Ρούαρκ τους έριξε μια μόνο ματιά —μύριζε μπουχτισμένος— και μουρμούρισε, «Έχω επίσης κοντά στις χίλιες Κόρες. Αν δεν είχα πατήσει πόδι, θα έτρεχαν όλες τους στο κατόπι μου, ανεμίζοντας δαυλούς και λέγοντας στον κόσμο ότι ο Ραντ αλ’Θόρ κινδυνεύει». Ξαφνικά η φωνή του σκλήρυνε. «Αν βρω καμιά Κόρη να μας ακολουθεί, θα μάθει ότι το εννοώ αυτό που λέω».