Η Σούλιν και η Ναντέρα κοκκίνισαν, ένα χρώμα παράδοξο σε κείνα τα ηλιοψημένα πρόσωπα.
«Εγώ—»άρχισαν να λένε μαζί την ίδια στιγμή. Και πάλι αντάλλαξαν εκείνες τις άγριες ματιές, και πάλι η Σούλιν κοίταξε αλλού, με πρόσωπο ακόμα πιο κόκκινο. Ο Πέριν δεν θυμόταν να κοκκίνιζαν τόσο η Μπάιν και η Τσιάντ, οι μόνες Κόρες τις οποίες είχε γνωρίσει στ’ αλήθεια. «Το υποσχέθηκα», είπε μουδιασμένα η Ναντέρα, «και το υποσχέθηκαν όλες οι Κόρες. Θα γίνει όπως πρόσταξε ο αρχηγός».
Ο Πέριν δεν ρώτησε τι ήταν η μελαγχολία, όπως επίσης και δεν ρώτησε πώς ο Ρούαρκ είχε διασχίσει με τους Αελίτες τον Αλγκουένυα χωρίς πορθμεία αφού το μόνο που μπορούσε να κόψει τη φόρα ενός Αελίτη ήταν νερό που δεν μπορούσε να το περάσει με δρασκελιά. Θα ήθελε να το μάθει, όμως οι απαντήσεις δεν είχαν σημασία. Έξι χιλιάδες Αελίτες, πεντακόσιοι στρατιώτες του Ντομπραίν, διακόσιοι Φτερωτοί Φρουροί. Εναντίον έξι Άες Σεντάι, με τους Προμάχους τους και καμιά πεντακοσαριά φρουρούς, θα πρέπει να ήταν αρκετοί. Αλλά. Οι Άες Σεντάι κρατούσαν τον Ραντ. Αν έβαζαν μαχαίρι στο λαιμό του, θα τολμούσε κανείς να σηκώσει το χέρι του;
«Υπάρχουν επίσης ενενήντα τέσσερις Σοφές», είπε η Άμυς. «Είναι οι δυνατότερες στη Μία Δύναμη». Αυτό το ξεστόμισε απρόθυμα —ο Πέριν είχε την ιδέα ότι οι Αελίτισσες δεν ήθελαν να παραδέχονται ότι μπορούσαν να διαβιβάζουν— αλλά η φωνή της δυνάμωσε. «Δεν έπρεπε να φέρουμε τόσες πολλές, μα όλες ήθελαν να έρθουν»Η Σορίλεα ξερόβηξε και αυτή τη φορά κοκκίνισε η Άμυς. Ο Πέριν οπωσδήποτε να ρωτήσει τον Γκαούλ. Οι Αελίτες ήταν εντελώς διαφορετικοί απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους που είχε συναντήσει ποτέ του· ίσως να άρχιζαν να κοκκινίζουν καθώς περνούσαν τα χρόνια. «Μας οδηγεί η Σορίλεα», κατέληξε η Άμυς, και η πιο ηλικιωμένη ξεφύσηξε με τρόπο που έδειχνε άκρα ικανοποίηση. Πάντως μύριζε ικανοποιημένη.
Όσο για τον Πέριν, αυτός μόλις είχε σταματήσει να κουνά το κεφάλι. Τα όσα ήξερε για τη Μία Δύναμη χωρούσαν σε μια δαχτυλήθρα αφήνοντας χώρο για ένα χοντρό αντίχειρα, μα είχε δει τι μπορούσαν να κάνουν η Αλάνα και η Βέριν, και είχε δει εκείνη τη φλόγα που είχε φτιάξει η Σορίλεα. Αν ήταν μια από τις δυνατότερες στη Δύναμη μεταξύ των Σοφών, ο Πέριν αναρωτιόταν μήπως οι έξι Άες Σεντάι μπορούσαν να βάλουν κάτω μ’ ευκολία και τις ενενήντα τέσσερις μαζί. Αυτή τη στιγμή όμως δεν θα έδιωχνε από συμμάχους ούτε ποντικάκια των χωραφιών.
«Θα πρέπει να βρίσκονται εβδομήντα με ογδόντα μίλια μπροστά μας», είπε. «Ίσως εκατό, αν δεν λυπούνται τις άμαξές τους. Θα πρέπει να προχωρήσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε». Ενώ ξανανέβαινε στη σέλα του, ο Ρούαρκ και οι Αελίτισσες ήδη έτρεχαν στο λόφο. Ο Πέριν ύψωσε το χέρι και ο Ντομπραίν έκανε νόημα στους έφιππους να προχωρήσουν. Δεν πέρασε από το μυαλό του Πέριν να αναρωτηθεί γιατί άνδρες αρκετά μεγάλοι για να είναι ο πατέρας του και γυναίκες αρκετά μεγάλες για να είναι η μητέρα του, άνδρες και γυναίκες συνηθισμένοι να δίνουν διαταγές, ακολουθούσαν τις δικές του διαταγές.
Αυτό για το οποίο αναρωτιόταν όμως, για το οποίο ανησυχούσε, ήταν πόσο γρήγορα μπορούσαν να κινηθούν. Ήξερε πως οι Αελίτες με το καντιν’σόρ πρόφταιναν τα άλογα, όμως στην αρχή ανησυχούσε για τις Σοφές με τα φουστάνια τους, που μερικές είχαν τα χρόνια της Σορίλεα. Αλλά είτε είχαν φουστάνια είτε όχι, είτε είχαν άσπρα μαλλιά είτε όχι, οι Σοφές προχωρούσαν ταχύτατα σαν τους υπόλοιπους Αελίτες, και πρόφταιναν τα άλογα ενώ μιλούσαν χαμηλόφωνα κατά ομάδες.
Ο δρόμος ξεδιπλωνόταν μπροστά τους άδειος· κανένας δεν ταξίδευε στη Γιορτή των φώτων, και μερικές μέρες νωρίτερα, εκτός αν η δουλειά του ήταν τόσο βιαστική όσο του Πέριν. Ο ήλιος σκαρφάλωσε στον ουρανό και οι λόφοι κόντυναν, και όταν πια έστησαν το στρατόπεδο τους με το σούρουπο, υπολόγισε πως είχαν διανύσει τριάντα πέντε χιλιόμετρα. Ήταν καλή διαδρομή για μια μέρα· εξαίρετη για μια τόσο μεγάλη δύναμη· μιάμιση φορά περισσότερο απ’ όσο θα είχαν κάνει οι Άες Σεντάι εκτός αν ήθελαν να σκοτώσουν τα άλογα που έσερναν τις άμαξές τους. Δεν ανησυχούσε πια αν θα τις πρόφταιναν πριν φτάσουν στην Ταρ Βάλον, μόνο για το τι θα έκανε τότε.