Выбрать главу

Ξαπλωμένος στις κουβέρτες του με το κεφάλι στη σέλα που είχε μαξιλάρι, ο — χαμογέλασε φεγγάρι που ήταν στο τελευταίο τέταρτο του Αν υπήρχαν έστω και λίγα σύννεφα, η νύχτα δεν θα ήταν τόσο φωτεινή. Ήταν καλή βραδιά για κυνήγι. Καλή βραδιά για λύκους.

Στο μυαλό του σχημάτισε μια εικόνα. Ένα νεαρό ταύρο με κατσαρές τρίχες· περήφανο, με κέρατα που άστραφταν σαν φινιρισμένο μέταλλο στον πρωινό ήλιο. Ο αντίχειράς του χάιδεψε την κόψη του πέλεκυ που κειτόταν πλάι του, με τη μοχθηρή κυρτή λεπίδα του και το μυτερό καρφί του. Τα ατσαλένια κέρατα του Νεαρού Ταύρου· έτσι τον ονόμαζαν οι λύκοι.

Άφησε το μυαλό του να περιπλανηθεί, έστειλε την εικόνα στη νύχτα. Θα υπήρχαν λύκοι, και θα ήξεραν για τον Νεαρό Ταύρο. Η είδηση για έναν άνθρωπο που μπορούσε να μιλά με τους λύκους θα διαδιδόταν στην περιοχή σαν δυνατός άνεμος. Ο Πέριν είχε συναντήσει μόνο δύο τέτοιους. Ο ένας ήταν φίλος, ο άλλος ένας εξαθλιωμένος φουκαράς που δεν μπορούσε να κρατήσει τον ανθρώπινο εαυτό του. Είχε ακούσει αφηγήσεις από τους πρόσφυγες που έρχονταν στους Δύο Ποταμούς. Είχαν παλιές ιστορίες για ανθρώπους που γίνονταν λύκοι, ιστορίες τις οποίες ελάχιστοι πίστευαν στ’ αλήθεια, που τις έλεγαν για να διασκεδάζουν τα παιδιά. Τρεις είχαν ισχυριστεί πως είχαν γνωρίσει ανθρώπους που είχαν γίνει λύκοι και το είχαν σκάσει, και παρ’ όλο που οι λεπτομέρειες του Πέριν του φαίνονταν λάθος, ο ανήσυχος τρόπος με τον οποίο δύο απ’ αυτούς απέφευγαν να κοιτάνε τα κίτρινα μάτια του ήταν μια κάποια επιβεβαίωση. Αυτοί οι δύο, μια γυναίκα από το Τάραμπον και ένας άνδρας από την Πεδιάδα Αλμοθ, δεν έβγαιναν έξω τα βράδια. Κι επίσης όλο του έκαναν δώρο σκόρδα, για κάποιο λόγο, τα οποία ο Πέριν έτρωγε με μεγάλη ευχαρίστηση. Αλλά δεν προσπαθούσε πια να βρει άλλους σαν τον ίδιο.

Ένιωσε τους λύκους και άρχισαν να του έρχονται τα ονόματά τους. Ο Δύο Φεγγάρια και η Πυρκαγιά και ο Γέρικο Ελάφι και δεκάδες άλλες πλημμύρισαν το κεφάλι του. Δεν ήταν ακριβώς έτσι τα ονόματα, αλλά εικόνες και αισθήσεις. Ο Νεαρός Ταύρος ήταν πολύ απλή εικόνα για να είναι όνομα λύκου. Τα Δύο Φεγγάρια ήταν στην πραγματικότητα μια λιμνούλα κάτω από πέπλο της νύχτας, ακυμάτιστη σαν πάγος, ακριβώς τη στιγμή πριν φυσήξει η αύρα, με μια υποψία φθινόπωρου στον αέρα, με ένα φεγγάρι να κρέμεται στον ουρανό και ένα άλλο να καθρεφτίζεται τέλεια στα νερά, τόσο που ήταν δύσκολο να πεις ποιο ήταν το πραγματικό. Κι αυτή ήταν μια απλή περιγραφή.

Για λίγη ώρα απλώς αντάλλασσαν ονόματα και σκηνές. Ύστερα ο Πέριν σκέφτηκε, Αναζητώ ανθρώπους που είναι μπροστά μου. Άες Σεντάι και άνδρες, με άλογα και άμαξες. Φυσικά, δεν ήταν ακριβώς αυτό που σκέφτηκε, όπως και τα Δύο Φεγγάρια δεν ήταν δύο φεγγάρια. Οι άνθρωποι ήταν «δίποδα»και τα άλογα «τετράποδα με σκληρά πόδια». Οι Άες Σεντάι ήταν «θηλυκά δίποδα που αγγίζουν τον άνεμο που κινεί τον ήλιο και καλούν τη φωτιά». Στους λύκους δεν άρεσε η φωτιά, και ήταν ακόμα πιο επιφυλακτικοί με τις Άες Σεντάι απ’ όσο με τους άλλους ανθρώπους· το θεωρούσαν εκπληκτικό που ο Πέριν δεν μπορούσε να καταλάβει ποιες ήταν Άες Σεντάι. Θεωρούσαν την ικανότητα δεδομένη, όπως κι αυτός το ότι μπορούσε να ξεχωρίσει ένα λευκό άλογο μέσα σε ένα κοπάδι μαύρων, κάτι που δεν άξιζε να το αναφέρει, κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει καθαρά.

Στο μυαλό του ο νυχτερινός ουρανός έμοιαζε να στροβιλίζεται και ξαφνικά να τυλίγει ένα στρατόπεδο με άμαξες και σκηνές και φωτιές. Κάτι δεν φαινόταν σωστό —οι λύκοι δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα, κι έτσι οι άμαξες και οι σκιές φαίνονταν ασαφείς· οι φωτιές έδειχναν να βρυχώνται απειλητικά· τα άλογα έδειχναν νόστιμα— και είχε περάσει από λύκο σε λύκο για να τον φτάσει. Το στρατόπεδο ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο περίμενε ο Πέριν, όμως η Πυρκαγιά δεν είχε καμία αμφιβολία. Η αγέλη της εκείνη τη στιγμή προσπερνούσε από μακριά εκείνα τα «δίποδα θηλυκά που αγγίζουν τον άνεμο που κινεί τον ήλιο και καλούν τη φωτιά». Ο Πέριν προσπάθησε να ρωτήσει πόσες ήταν, όμως οι λύκοι δεν είχαν αντίληψη των αριθμών· έλεγαν πόσα πράγματα υπήρχαν δείχνοντας πόσα είχαν δει, και από τη στιγμή που η Πυρκαγιά με την αγέλη της είχαν νιώσει τις Άες Σεντάι, δεν είχαν σκοπό να πλησιάσουν κοντύτερα.

Η ερώτηση Πόσο μακριά; έλαβε μια καλύτερη απάντηση, που πάλι πέρασε από λύκο σε λύκο, αν και έπρεπε να την ξεδιαλύνει. Η Πυρκαγιά είπε ότι μπορούσε να πάει στο λόφο όπου ένας ξινισμένος αρσενικός ονόματι Μισή Ουρά με το κοπάδι του τρέφονταν από ένα ελάφι ενώ το φεγγάρι προχωρούσε τόσο πέρα στον ουρανό, σε τέτοια γωνία. Ο Μισή Ουρά μπορούσε να φτάσει στον Μύτη Λαγού —έναν νεαρό και πολύ ορμητικό αρσενικό, όπως φαινόταν— ενώ το φεγγάρι είχε προχωρήσει τόσο, με μια τόση γωνία. Κι αυτό είχε συνεχιστεί έτσι μέχρι που είχε φτάσει στον Δύο Φεγγάρια. Ο Δύο Φεγγάρια τηρούσε σεβάσμια σιγή, κατάλληλη για έναν γέρο αρσενικό με σχεδόν ολόασπρη τη μουσούδα του· αυτός και η αγέλη του απείχαν το πολύ ένα μίλι από τον Πέριν, και θα ήταν προσβλητικό αν σκεφτόταν ότι ο Πέριν δεν ήξερε πού βρίσκονταν.