Αναλύοντάς το όσο καλύτερα μπορούσε, ο Πέριν εκτίμησε μια απόσταση εξήντα ή εβδομήντα μιλίων. Αύριο θα μπορούσε να καταλάβει πόσο γοργά πλησίαζαν.
Γιατί; Ήταν η ερώτηση του Μισή Ουρά, που την είχαν περάσει σημαδεμένη με την οσμή του.
Ο Πέριν δίστασε πριν απαντήσει. Το έτρεμε αυτό. Ένιωθε τους λύκους όπως ένιωθε τους ανθρώπους των Δύο Ποταμών. Παγίδευσαν τον Σκιοφονιά, σκέφτηκε στο τέλος. Έτσι αποκαλούσαν οι λύκοι τον Ραντ, αλλά δεν είχε ιδέα αν θεωρούσαν τον Ραντ σημαντικό.
Το σοκ που απλώθηκε στο νου του ήταν αρκετή απάντηση, όμως ουρλιαχτά σηκώθηκαν μέσα στη νύχτα, κοντινά και μακρινά, ουρλιαχτά γεμάτα θυμό και φόβο. Στο στρατόπεδο τα άλογα χρεμέτισαν φοβισμένα, χτυπώντας το χώμα με τις οπλές τους καθώς τινάζονταν στα σχοινιά που τα έδεναν στους πασσάλους. Οι άνδρες έσπευσαν να τα ηρεμήσουν, ενώ άλλοι κοίταξαν στο σκοτάδι λες και περίμεναν μια τεράστια αγέλη να επιτεθεί στα άλογά τους.
Ερχόμαστε, αποκρίθηκε τελικά ο Μισή Ουρά. Μόνο αυτό, και ύστερα απάντησαν άλλοι, αγέλες με τις οποίες είχε μιλήσει ο Πέριν και άλλες που αφουγκράζονταν σιωπηλές το δίποδο που μιλούσε όπως μιλούσαν οι λύκοι. Ερχόμαστε. Τίποτα άλλο.
Ο Πέριν γύρισε από την άλλη και αποκοιμήθηκε, και ονειρεύτηκε ότι ήταν λύκος που έτρεχε σε λόφους δίχως τέλος. Το επόμενο πρωί δεν υπήρχε ίχνος από τους λύκους —ακόμα και οι Αελίτες δεν ανέφεραν να είχαν δει κανέναν— όμως ο Πέριν τους ένιωθε, αρκετές εκατοντάδες, ενώ έρχονταν κι άλλοι.
Η περιοχή ίσιωσε σχηματίζοντας κυματιστές πεδιάδες στο επόμενο τετραήμερο, όπου ακόμα και τα πιο μεγάλη υψώματα δεν έμοιαζαν να αξίζουν το όνομα λόφος σε σύγκριση με εκείνους που περιτριγύριζαν τον Πέριν και τους άλλους πιο πριν κοντά στον Αλγκουένυα. Το δάσος αραίωσε και μετατράπηκε σε λιβάδι, ξερό, καμένο, με σύδενδρα σε ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους. Τα ποτάμια και τα ρυάκια που διέσχιζαν μετά βίας έβρεχαν τις οπλές των αλόγων, και βάθαιναν λιγάκι μόνο στένευαν ανάμεσα σε ακροποταμιές από βράχους και λάσπη ψημένη από τον ήλιο. Κάθε νύχτα οι λύκοι έλεγαν στον Πέριν ό,τι μπορούσαν για τις Άες Σεντάι μπροστά, δηλαδή όχι πολλά. Η αγέλη της Πυρκαγιάς τις ακολουθούσε, όμως από αρκετή απόσταση. Ένα πράγμα ήταν σαφές. Ο Πέριν κάλυπτε κάθε μέρα όσο έδαφος είχε καλύψει και την πρώτη, και κάθε μέρα μείωνε άλλα δέκα μίλια την απόσταση που τους χώριζε από τις προπορευόμενες Άες Σεντάι. Όταν όμως τις πρόφταινε, τότε τι;
Πριν ασχοληθεί με τους λύκους κάθε νύχτα, ο Πέριν καθόταν και μιλούσε χαμηλόφωνα με τον Λόιαλ, ενώ κάπνιζαν συντροφικά τις πίπες τους. Για εκείνο ακριβώς το «τότε τι»ήθελε να μιλήσει. Ο Ντομπραίν πίστευε πως έπρεπε να εφορμήσουν και να πεθάνουν κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Ο Ρούαρκ είπε απλώς ότι έπρεπε να περιμένουν και να δουν πώς θα έλαμπε ο ήλιος αύριο, και ότι όλοι οι άνδρες έπρεπε να ξυπνήσουν από το όνειρο, κάτι που δεν ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο που είχε πει ο Ντομπραίν. Όσο για τον Λόιαλ, μπορεί να ήταν ένας νεαρός Ογκιρανός, αλλά δεν έπαυε να είναι ενενήντα-κάτι χρόνων· ο Πέριν υποψιαζόταν πως ο Λόιαλ είχε διαβάσει περισσότερα βιβλία απ’ όσα είχε δει ο ίδιος, και συχνά ανέφερε απροσδόκητα πράγματα για τις Άες Σεντάι.
«Υπάρχουν αρκετά βιβλία για το πώς οι Άες Σεντάι αντιμετωπίζουν τους άνδρες που μπορούν να διαβιβάζουν». Ο Λόιαλ έσμιξε τα φρύδια με την πίπα στο στόμα· το σώμα της είχε σκαλισμένα φύλλα και ήταν μεγάλο σαν τις δυο γροθιές του Πέριν μαζί. «Η Ελόρα, κόρη Άμαρ, της κόρης της Κούρα, έγραψε το Άνδρες της Φωτιάς και Γυναίκες τον Αέρα στις πρώτες μέρες της βασιλείας του Άρτουρ του Γερακόφτερου. Και ο Λένταρ, γιος του Σάντιν, του γιου του Κόιμαλ, έγραψε το Μια Μελέτη των Ανδρών, των Γυναικών και της Μίας Δύναμης Μεταξύ των Ανθρώπων μόλις πριν από τριακόσια χρόνια. Αυτά τα δύο είναι νομίζω τα καλύτερα. Ειδικά της Ελόρα· έγραψε στο στυλ του... Όχι. Θα είμαι σύντομος». Ο Πέριν αμφέβαλλε γι’ αυτό· η λακωνικότητα σπανίως συγκαταλεγόταν στις αρετές του Λόιαλ όταν μιλούσε για βιβλία. Ο Ογκιρανός ξερόβηξε. «Σύμφωνα με το νόμο του πύργο, ο άνδρας πρέπει να μεταφερθεί στον Πύργο για να δικαστεί πριν ειρηνευτεί». Για μια στιγμή τα αυτιά του Λόιαλ σπαρτάρισαν με δύναμη, και τα μακριά φρύδια του χαμήλωσαν βλοσυρά, όμως χτύπησε φιλικά τον ώμο του Πέριν για παρηγοριά. «Δεν νομίζω να θέλουν να το κάνουν αυτό, Πέριν. Άκουσα ότι θα τον τιμήσουν, και είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αυτό το ξέρουν».