«Να τον τιμήσουν;»είπε χαμηλόφωνα ο Πέριν. «Μπορεί να τον κοιμίζουν στα μετάξια, όμως ο αιχμάλωτος δεν παύει να είναι αιχμάλωτος».
«Είμαι σίγουρος πως τον περιποιούνται, Πέριν. Είμαι σίγουρος». Ο Ογκιρανός δεν φαινόταν σίγουρος, και ο αναστεναγμός του ήταν σαν αεράκι που έφερνε ρίγος. «Επίσης, είναι ασφαλής μέχρι να φτάσουν στην Ταρ Βάλον. Η Ελόρα και ο Λένταρ —και επίσης αρκετοί άλλοι συγγραφείς— συμφωνούν ότι απαιτούνται δεκατρείς Άες Σεντάι για να ειρηνέψουν έναν άνδρα. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πώς τον έπιασαν». Το πελώριο κεφάλι κουνήθηκε πέρα-δώθε με απροκάλυπτη απορία. «Πέριν, τόσο η Ελόρα όσο και Λένταρ λένε ότι όταν οι Άες Σεντάι βρίσκουν έναν άνδρα με μεγάλη δύναμη, πάντα συγκεντρώνουν δεκατρείς αδελφές για να τον συλλάβουν. Παραθέτουν βέβαια ιστορίες όπου ήταν τέσσερις ή πέντε, και αμφότεροι αναφέρουν την Καράιγκαν —έφερε έναν άνδρα στον Πύργο με ταξίδι δύο χιλιάδων μιλίων μόνη της αφού πρώτα εκείνος είχε σκοτώσει και τους δύο Προμάχους της— αλλά... Πέριν, έγραψαν για τον Γιούριαν Στόουνμποου και τον Γκουαίρ Αμαλάσαν. Επίσης για τον Ραολίν Ντάρκσμπεην και Ντάβιαν, όμως οι δύο πρώτοι είναι που με βάζουν σε ανησυχία». Ήταν τέσσερις εκ των ισχυρότερων ανδρών που είχαν αποκαλέσει τον εαυτό τους Αναγεννημένο Δράκοντα πριν τόσο καιρό, πριν τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο. «Έξι Άες Σεντάι προσπάθησαν να αιχμαλωτίσουν τον Στόουνμποου, κι αυτός σκότωσε τρεις και αιχμαλώτισε τις υπόλοιπες. Έξι προσπάθησαν να πιάσουν τον Αμαλάσαν· αυτός σκότωσε μία και σιγάνεψε δύο ακόμα. Σίγουρα ο Ραντ είναι ισχυρός όσο ο Στόουνμποου και ο Αμαλάσαν. Είναι στ’ αλήθεια μόνο έξι Άες Σεντάι μπροστά μας; Αυτό θα εξηγούσε πολλά».
Ίσως να ήταν έτσι, μα αυτό κάθε άλλο παρά βοηθούσε. Δεκατρείς Άες Σεντάι θα μπορούσαν να νικήσουν όποια επίθεση μπορούσε να εξαπολύσει εναντίον τους ο Πέριν, από μόνες τους, δίχως τους φρουρούς και τους Προμάχους τους. Δεκατρείς Άες Σεντάι θα μπορούσαν να απειλήσουν να σκοτώσουν τον Ραντ αν επιτιθόταν ο Πέριν. Αποκλείεται να το έκαναν —ήξεραν πως ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας· ήξεραν ότι έπρεπε να είναι στην Τελευταία Μάχη— αλλά μπορούσε ο Πέριν να το ρισκάρει; Ποιος ήξερε τι λόγους είχαν οι Άες Σεντάι για τις πράξεις τους; Ο Πέριν δεν είχε καταφέρει να εμπιστευτεί ούτε ακόμα και τις Άες Σεντάι που είχαν προσπαθήσει να δείξουν φιλικότητα. Πάντα φύλαγαν τα μυστικά τους, και πώς μπορούσε ένας άνδρας να είναι σίγουρος όταν τις ένιωθε να ενεργούν πίσω από την πλάτη του, όσο κι αν του χαμογελούσαν καταπρόσωπο. Ποιος μπορούσε να ει τι θα έκαναν οι Άες Σεντάι;
Στην πραγματικότητα, ο Λόιαλ δεν ήξερε πολλά που θα τους βοηθούσαν όταν ερχόταν εκείνη η μέρα, κι εκτός αυτούς τον ενδιέφερε περισσότερο να μιλά για την Έριθ. Ο Πέριν ήξερε ότι ο Ογκιρανός είχε αφήσει δύο γράμματα στη Φάιλε, που το ένα απευθυνόταν στη μητέρα του και το άλλο στην Έριθ, για να τα παραδώσει εκείνη όποτε θα μπορούσε, σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι απευκταίο. Κάτι για το οποίο ο Λόιαλ είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να την πείσει ότι δεν θα συνέβαινε· πάντα ανησυχούσε μήπως έβαζε τους άλλους σε ανησυχία. Ο Πέριν είχε αφήσει κι ένα δικό του γράμμα για τη Φάιλε· το είχε πάρει η Άμυς για να το αφήσει στις Σοφές του Αελίτικου στρατοπέδου.
«Είναι τόσο όμορφη», μουρμούρισε ο Λόιαλ, ατενίζοντας τη νύχτα σαν να έβλεπε εκείνη. «Το πρόσωπό της είναι τόσο λεπτεπίλεπτο, αλλά και ταυτοχρόνως δυνατό. Όταν κοιτάζω τα μάτια της, μου φαίνεται ότι δεν θα μπορούσα να δω τίποτα άλλο. Και τα αυτιά της!» Ξαφνικά τα αυτιά του τρεμούλιασαν σφοδρά και παραλίγο θα πνιγόταν με την πίπα του. «Σε παρακαλώ», είπε με μια κοφτή ανάσα, «ξέχνα ότι ανέφερα... δεν έπρεπε να μιλήσω για... Ξέρεις ότι δεν είμαι χυδαίος, Πέριν».
«Το ξέχασα ήδη», είπε αδύναμα ο Πέριν. Τα αυτιά της;
Ο Λόιαλ ήθελε να μάθει πώς ήταν να είσαι παντρεμένος. Όχι ότι σκόπευε να την παντρευτεί ακόμα, έσπευσε να προσθέσει· ήταν πολύ νέος, και έπρεπε να τελειώσει το βιβλίο του, και δεν ήταν έτοιμος να νοικοκυρευτεί σε μια ζωή όπου δεν θα έφευγε ποτέ από το στέντιγκ παρά μόνο για να επισκεφθεί κάποιο άλλο, κάτι για το οποίο θα επέμενε κάθε σύζυγος. Απλώς ήταν περίεργος. Τίποτα παραπάνω.
Έτσι ο Πέριν μίλησε για τη ζωή του με τη Φάιλε, για το πώς είχε πάει αλλού τις ρίζες του χωρίς να το καταλάβει. Κάποτε το σπίτι του ήταν οι Δύο Ποταμοί· τώρα, το σπίτι του ήταν όπου ήταν η Φάιλε. Η παρουσία της λάμπρυνε κάθε δωμάτιο, και στο χαμόγελό της τα προβλήματα χάνονταν. Φυσικά, δεν μπορούσε να πει πώς η Φάιλε έκανε το αίμα του να βράζει, το ότι κοιτώντας την η καρδιά του βροντοχτυπούσε —μπορεί να μην ήταν πρέπον— και σίγουρα δεν σκόπευε να αναφέρει σε τι βάσανο τον είχε βάλει τώρα. Τι θα έκανε; Ήταν έτοιμος να πέσει στα γόνατα, αλλά ο σπόρος ενός πείσματος μέσα του απαιτούσε να πει πρώτα η Φάιλε εκείνη τη μία λέξη. Μακάρι να έλεγε η Φάιλε ότι ήθελε να ξαναγίνουν τα πράγματα όπως ήταν πριν.