«Τι λες για τη ζήλια της;»ρώτησε ο Λόιαλ, και ήταν πια σειρά του Πέριν να πνιγεί. «Όλες οι παντρεμένες γυναίκες έτσι είναι;»
«Ζήλια;»είπε με σιγουριά ο Πέριν. «Η Φάιλε δεν ζηλεύει. Πώς σου μπήκε αυτή η ιδέα; Η Φάιλε είναι τέλεια».
«Φυσικά και είναι», είπε άτονα ο Λόιαλ, κοιτώντας την πίπα του. «Έχεις καθόλου ταμπάκ των Δύο Ποταμών; Αυτό είναι το τελευταίο μου και μετά έχω μόνο εκείνα τα ξινά Καιρχινά φύλλα».
Αν ήταν όλο έτσι, το ταξίδι θα ήταν κατά έναν τρόπο ειρηνικό, όσο ειρηνική μπορούσε να είναι μια καταδίωξη. Η γη ξεδιπλωνόταν μπροστά τους χωρίς να βλέπουν ψυχή. Ο ήλιος είχε ένα χρώμα λιωμένου χρυσαφιού και έκανε το μέρος καμίνι, ενώ συχνά υπήρχαν γεράκια που έκοβαν βόλτες στον ανέφελο γαλανό ουρανό. Οι λύκοι, που δεν ήθελαν να έρχονται άνθρωποι στα μέρη τους, έδιωχναν τα ελάφια προς το δρόμο σε τέτοιους αριθμούς που είχαν περισσότερα απ’ όσα χρειαζόταν μια τέτοια μεγάλη ομάδα, και δεν ήταν ασυνήθιστο να βλέπει κανείς ένα καημένο περήφανο αρσενικό ελάφι με τις ελαφίνες του, με δόρατα να ξεπροβάλλουν από τα κορμιά τους καθώς κείτονταν σε πλήρη θέα από το δρόμο καθώς περνούσε η φάλαγγα. Αλλά υπήρχε ένα παλιό ρητό που έλεγε, «Ο μόνος άνθρωπος που είναι τελείως γαλήνιος είναι ο άνθρωπος που δεν έχει αφαλό».
Οι Καιρχινοί φυσικά δεν ένιωθαν άνετα με τους Αελίτες, και συχνά τους κοίταζαν με συνοφρυωμένη έκφραση ή απροκάλυπτα χλευαστικά. Αρκετές φορές ο Ντομπραίν μουρμούριζε πως τους περνούσαν δώδεκα προς έναν. Σεβόταν τις ικανότητές τους στη μάχη, αλλά με τον τρόπο που σεβόσουν τις επικίνδυνες ιδιότητες ενός κοπαδιού λυσσασμένων λύκων. Οι Αελίτες ούτε αγριοκοίταζαν, ούτε έριχναν χλευαστικές ματιές· απλώς έδειχναν καθαρά ότι οι Καιρχινοί ήταν ανάξιοι προσοχής, Ο Πέριν δεν θα ξαφνιαζόταν αν έβλεπε έναν Αελίτη να προσπαθεί να περάσει μέσα από έναν Καιρχινό, αρνούμενος να αναγνωρίσει την ύπαρξή του. Ο Ρούαρκ έλεγε ότι δεν θα ξεσπούσαν μπελάδες, αρκεί να μην τους άρχιζαν οι δενδροφονιάδες. Ο Ντομπραίν έλεγε πως δεν θα ξεσπούσαν μπελάδες, αρκεί οι βάρβαροι να μην μπλέκονταν στα πόδια του. Ο Πέριν παρακαλούσε να μην άρχιζαν να σφάζονται μεταξύ τους πριν καν δουν τις Άες Σεντάι που είχαν πιάσει τον Ραντ.
Έλπιζε ότι οι Μαγενοί θα αποτελούσαν μια γέφυρα ανάμεσα στους άλλους, αν και μερικές φορές το μετάνιωνε. Οι άνδρες με τους κόκκινους θώρακες τα πήγαιναν μια χαρά με τους κοντύτερους άνδρες με τη λιτή αρματωσιά —ποτέ δεν είχε γίνει πόλεμος μεταξύ Μαγέν και Καιρχίν— και οι Μαγενοί επίσης τα έβρισκαν με τους Αελίτες, με εξαίρεση τον Πόλεμο των Αελιτών, οι Μαγενοί δεν είχαν πολεμήσει ποτέ το Άελ. Ο Ντομπραίν ήταν αρκετά φιλικός με τον Νουρέλ και συχνά μοιράζονταν το δείπνο τους, και ο Νουρέλ είχε συνηθίσει να καπνίζει πίπα με διάφορους Αελίτες. Ειδικά τον Γκαούλ. Από κει είχε αρχίσει ο Πέριν να το μετανιώνει.
«Μιλούσα με τον Γκαούλ», είπε ο Νουρέλ με εκτίμηση. Ήταν η τέταρτη μέρα της διαδρομής, και είχε έρθει από τους Μαγενούς για να μπει πλάι στον Πέριν στην κεφαλή της φάλαγγας. Ο Πέριν άκουγε με μισό αυτί· η Πυρκαγιά είχε αφήσει ένα από τους αρσενικούς της αγέλης της να πλησιάσει τις Άες Σεντάι όταν είχαν ξεκινήσει το ίδιο πρωί, κι εκείνος δεν είχε δει τον Ραντ. Όλοι οι λύκοι ήξεραν την όψη του Σκιοφονιά, απ’ ό,τι φαινόταν. Πάντως, παρά την ασάφεια των όσων είχε δει ο Πρωινά Σύννεφα, όλες οι άμαξες εκτός από μία έμοιαζαν να έχουν ένα μουσαμαδένιο σκέπασμα πάνω σε στεφάνια. Ο Ραντ ήταν μάλλον σε μια από τις άλλες, και πολύ πιο άνετα στη σκιά απ’ όσο ήταν ο Πέριν εδώ με τον ιδρώτα να κυλά στο λαιμό του. «Μου έλεγε για τη Μάχη του Πεδίου του Έμοντ», συνέχισε ο Νουρέλ, «και για την Εκστρατεία των Δύο Ποταμών που έκανες. Άρχοντα Αϋμπάρα, θα ήταν τιμή μου να ακούσω για τις μάχες σου από το στόμα σου».
Ξαφνικά ο Πέριν ανακάθισε στη σέλα του, κοιτάζοντας το αγόρι. Όχι, δεν ήταν αγόρι, παρά τα ροδαλά μάγουλα και το αθώο πρόσωπο. Ο Νουρέλ ήταν σίγουρα συνομήλικος του. Μα η οσμή αυτού του άνδρα, φωτεινή και λιγάκι τρεμουλιαστή... Ο Πέριν παραλίγο θα βογκούσε. Έτσι μύριζαν τα νεαρά παλικάρια στην πατρίδα, αλλά να τον λατρεύει ένας άνδρας της ηλικίας του δύσκολα το άντεχε.
Όμως, αν ήταν αυτό το χειρότερο, δεν θα τον πείραζε. Το περίμενε πως οι Αελίτες και οι Καιρχινοί δεν θα αλληλοσυμπαθιόνταν. Έπρεπε να περιμένει ότι ένας νεαρός που δεν είχε δει ποτέ μάχη να κοιτάζει με σεβασμό έναν που είχε πολεμήσει Τρόλοκ. Αυτό που τον ενοχλούσε ήταν τα πράγματα που δεν μπορούσε να είχε προβλέψει. Το απρόβλεπτο μπορεί να σου δάγκωνε το πόδι τη στιγμή που δεν το περίμενες και δεν είχες περιθώριο να αποσπαστεί η προσοχή σου.