Με εξαίρεση τον Γκαούλ και τον Ρούαρκ, όλοι οι Αελίτες φορούσαν μια λωρίδα από πορφυρό ύφασμα δεμένη στους κροτάφους τους, με τον ασπρόμαυρο δίσκο πάνω από τα φρύδια τους. Ο Πέριν τους είχε δει στην Καιρχίν, και στο Κάεμλυν, όμως τώρα, όταν ρώτησε τον Γκαούλ και μετά τον Ρούαρκ αν αυτό έδειχνε πως ήταν οι σισβαϊ’αμάν για τους όποιους είχε πει ο Ρούαρκ, και οι δύο άνδρες έκανα πως δεν καταλάβαιναν, λες και δεν έβλεπαν κόκκινους κεφαλόδεσμους σε πέντε χιλιάδες άνδρες. Ο Πέριν ρώτησε ακόμα και τον άνδρα που έμοιαζε να είναι επικεφαλής υπό τον Ρούαρκ, τον Ούριεν, ένας της σέπτας των Δύο Οβελίσκων του Ρέυν Άελ τον οποίο ο Πέριν είχε ανταμώσει πριν πολύ καιρό, μα ούτε ο Ούριεν φαινόταν να καταλαβαίνει. Εν πάση περιπτώσει, ο Ρούαρκ είχε πει ότι μπορούσε να φέρει μόνο σισβαϊ’αμάν, κι έτσι τους σκεφτόταν ο Πέριν, ακόμα κι αν δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό.
Αυτό που ήξερε ήταν ότι ίσως υπήρχε πρόβλημα ανάμεσα στους σισβαϊ’αμάν και τις Κόρες. Όταν κάποιοι απ’ αυτούς τους άνδρες κοίταζαν τις Κόρες, ο Πέριν έπιανε μια αμυδρή οσμή ζήλιας. Όταν κάποιες Κόρες κοίταζαν τους σισβαϊ’αμάν, η οσμή τους τον έκανε να σκέφτεται λύκο που τριγυρνούσε πάνω από το κουφάρι ενός ελαφιού και δεν σκόπευε να αφήσει άλλον της αγέλης να δοκιμάσει, ακόμα κι αν πέθαινε στραβοκαταπίνοντάς το με λαιμαργία. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, μα η μυρωδιά υπήρχε και ήταν έντονη.
Αλλά αυτό ήταν πρόβλημα «ίσως», για το μέλλον. Άλλα πράγματα ήταν πιο βέβαια. Τις δύο πρώτες μέρες μετά την αναχώρησή τους, η Σούλιν και η Ναντέρα έβγαιναν και οι δύο μπροστά όποτε ο Ρούαρκ έλεγε κάτι που αφορούσε τις Κόρες· κάθε φορά η Σούλιν έκανε πίσω, κοκκινίζοντας, μα ξαναέβγαινε μπρος την επόμενη φορά και κάθε φορά. Το δεύτερο βραδάκι, όταν έστηναν το στρατόπεδο, προσπάθησαν να σκοτώσουν η μια την άλλη με γυμνά τα χέρια.
Ή τουλάχιστον έτσι το είδε ο Πέριν, καθώς οι δύο γυναίκες κλωτσούσαν η μια την άλλη, χτυπιόνταν με γροθιές, πετούσαν η μια την άλλη στο χώμα, λύγιζαν χέρια τόσο πολύ που ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι θα έσπαζαν κόκαλα — ώσπου εκείνη που βρισκόταν σε μειονεκτική θέση κατάφερνε να απελευθερωθεί με ένα στροβίλισμα ή ένα χτύπημα. Ο Ρούαρκ τον σταμάτησε όταν έκανε να παρέμβει, και έδειξε ξαφνιασμένος που ήθελε να κάνει τέτοιο πράγμα. Πολλοί Καιρχινοί και Μαγενοί συγκεντρώθηκαν γύρω για να βάλουν στοιχήματα, όμως οι Αελίτες ούτε που κοίταξαν τον τσακωμό, ούτε καν οι Σοφές.
Στο τέλος η Σούλιν έβαλε τη Ναντέρα μπρούμυτα διπλώνοντάς της το μπράτσο στην πλάτη με τρόπο οδυνηρό· αρπάζοντας τα μαλλιά της Ναντέρα, της βρόντηξε το πρόσωπο στο χώμα ώσπου εκείνη έμεινε λιπόθυμη. Για αρκετή ώρα η μεγαλύτερη γυναίκα στεκόταν και κοίταζε εκείνη την οποία είχε νικήσει. Ύστερα η Σούλιν σήκωσε την αναίσθητη Ναντέρα στους ώμους της και απομακρύνθηκε τρεκλίζοντας.
Ο Πέριν υπέθεσε ότι από κει και μετά θα μιλούσε η Σούλιν, αλλά δεν ήταν αυτό που έγινε. Ήταν πάντα εκεί, όμως η καταμωλωπισμένη Ναντέρα απαντούσε στις ερωτήσεις του Ρούαρκ και εκτελούσε τις εντολές του ενώ η εξίσου καταμωλωπισμένη Σούλιν έμεινε βουβή, και όποτε η Ναντέρα ζητούσε από τη Σούλιν να κάνει κάτι, το έκανε δίχως δισταγμό. Ο Πέριν έξυνε το κεφάλι του και αναρωτιόταν αν είχε πράγματι δει τη μάχη όπως θυμόταν.
Οι Σοφές πάντα περπατούσαν στην άκρη του δρόμου σε ομάδες που ποίκιλλαν σε μέγεθος και έμοιαζαν να αλλάζουν διαρκώς μέλη. Στο τέλος της πρώτης μέρας, ο Πέριν συνειδητοποίησε πως όλο αυτό το πήγαινε-έλα επικεντρωνόταν σε δύο γυναίκες, τη Σούλιν και την Άμυς. Στο τέλος της δεύτερης μέρας, ήταν σίγουρος πως αυτές οι δύο συνηγορούσαν υπέρ δύο πολύ διαφορετικών απόψεων· υπήρχαν πολλές άγριες ματιές και πολύ σμίξιμο των φρυδιών. Η Άμυς άρχισε να υποχωρεί λιγότερες φορές, και κοκκίνιζε πολύ λιγότερο. Μερικές φορές ο Ρούαρκ μύριζε ανυπόμονος όταν κοίταζε τη γυναίκα του, όμως αυτό ήταν το μόνο σημάδι που έλεγε ότι έβλεπε κάτι. Όταν στρατοπέδευσαν για τρίτη φορά μακριά από την πόλη, ο Πέριν περίμενε ότι θα έβλεπε τον καυγά της Σούλιν με τη Ναντέρα να επαναλαμβάνεται μεταξύ των Σοφών.
Αντιθέτως, οι δύο γυναίκες πήραν ένα ασκί νερό και απομακρύνθηκαν λιγάκι, σε ένα σημείο όπου κάθισαν μόνες στο χώμα και έβγαλαν τα διπλωμένα μαντίλια που έδεναν τα μαλλιά τους. Τις παρακολούθησε μέσα στο φεγγαρόλουστο σκοτάδι, μένοντας σε αρκετή απόσταση ώστε να μην κρυφακούσει ούτε καν κατά λάθος, ώσπου τέλος έφυγε για το κρεβάτι του, όμως εκείνες απλώς έπιναν ποτήρια νερό και μιλούσαν. Το άλλο πρωί οι υπόλοιπες Άες Σεντάι ακόμα πήγαιναν από ομάδα σε ομάδα, όμως πριν κάνει τρία μίλια η μακριά φάλαγγα, ο Πέριν κατάλαβε πως όλες τώρα επικεντρώνονταν στη Σορίλεα. Πού και πού η Σορίλεα και η Άμυς πήγαιναν στην άκρη του δρόμου μόνες για να συζητήσουν, όμως οι άγριες ματιές είχαν τελειώσει. Αν ήταν λύκοι, ο Πέριν θα θεωρούσε πως κάποιος είχε προκαλέσει τον αρχηγό της αγέλης και είχε ηττηθεί, όμως, όπως έδειχναν οι μυρωδιές τους, η Σορίλεα αποδεχόταν την Άμυς σχεδόν σαν ίση της τώρα, κάτι που δεν γινόταν στους λύκους.