Την έβδομη μέρα που είχαν φύγει από την Καιρχίν, προχωρώντας κάτω από τον καυτό πρωινό ήλιο, ο Πέριν ανησυχούσε για το τι είδους έκπληξη του επιφύλασσαν μετά οι Αελίτες, ανησυχούσε μήπως οι Αελίτες και οι Καιρχινοί πιάνονταν στα χέρια, και επίσης τι θα έκανε όταν πρόφταινε τις Άες Σεντάι σε τρεις ή τέσσερις μέρες ακόμα.
Όλα αυτά έσβησαν μ’ ένα μήνυμα από τον Μισή Ουρά. Υπήρχε μια μεγάλη ομάδα ανδρών —ίσως και γυναικών· οι λύκοι μερικές φορές δυσκολεύονταν να ξεχωρίσουν άνδρες από γυναίκες— μόλις λίγα μίλια προς τα δυτικά, που κάλπαζαν γοργά προς την ίδια κατεύθυνση που πήγαινε ο Πέριν. Αυτό που ταρακούνησε τον Πέριν ήταν η όχι ιδιαίτερα καθαρή εικόνα των δύο λάβαρων που ακολουθούσαν.
Γρήγορα τον περικύκλωναν οι άλλοι, ο Ντομπραίν και ο Νουρέλ, ο Ρούαρκ και ο Ούριεν, η Ναντέρα και η Σούλιν, η Σούλιν και η Άμυς. «Συνεχίστε», στρίβοντας τον Πιστό προς τα δυτικά. «Ίσως έχουμε λίγους φίλους που θα έρθουν μαζί μας, αλλά δεν πρέπει να χάσουμε χρόνο».
Συνέχισαν το δρόμο τους καθώς έφευγε, αλλά δεν τον άφησαν να πάει μόνος. Πριν κάνει εκατό απλωσιές, τον ακολουθούσαν δώδεκα Φτερωτοί Φρουροί και άλλοι τόσοι Καιρχινοί, είκοσι τουλάχιστον Κόρες με επικεφαλής τη Σούλιν και ίσο αριθμό σισβαϊ’αμάν πίσω από έναν γκριζομάλλη με πράσινα μάτια και πρόσωπο τόσο σκληρό που μπορούσες πάνω του να σπάσεις πέτρες. Ο Πέριν απλώς ξαφνιάστηκε που δεν υπήρχαν ανάμεσά τους και μια-δυο Σοφές.
«Φίλοι», μουρμούρισε η Σούλιν μονολογώντας, τρέχοντας πλάι στον αναβολέα του. «Φίλοι που εμφανίζονται ξαφνικά, δίχως προειδοποίηση, κι αυτός απλώς ξέρει πού είναι». Σήκωσε το βλέμμα πάνω του και μίλησε πιο δυνατά. «Δεν θα ήθελα να σε δω να σκοντάψεις σ’ ένα μαξιλάρι και να σπάσεις πάλι τη μύτη σου».
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι και αναρωτήθηκε τι άλλα όπλα της είχε δώσει όσο εκείνη ήταν μασκαρεμένη σαν υπηρέτρια. Οι Αελίτες ήταν παράξενοι.
Κάτω από τον ήλιο προχώρησε σχεδόν μια ώρα δρόμο, με οδηγό τους λύκους, με τη σιγουριά βέλους που κατευθύνεται προς το στόχο του, και όταν πέρασε ένα χαμηλό ύψωμα, δεν ξαφνιάστηκε απ’ αυτό που είδε περίπου δύο μίλια μπροστά του, καβαλάρηδες σε μια μακριά φάλαγγα ανά δύο, άνδρες από τους Δύο Ποταμούς με το λάβαρο του της Κόκκινης Λυκοκεφαλής μπροστά να κυματίζει στο απαλό αεράκι. Αυτό που τον ξάφνιασε ήταν που στ’ αλήθεια υπήρχαν γυναίκες μαζί τους —εννιά, όπως μέτρησε— και κάποιοι άνδρες που ήταν σίγουρος ότι δεν ήταν Διποταμίτες. Αυτό που έκανε το στόμα του να σφιχτεί ήταν το δεύτερο λάβαρο. Ο Κόκκινος Αετός της Μανέθερεν. Δεν ήξερε πόσες φορές τους είχε πει να μην το πάρουν αυτό έξω από τους Δύο Ποταμούς· ένα από τα λίγα πράγματα που δεν είχε μπορέσει να σταματήσει πίσω στην πατρίδα με μια απλή νύξη ήταν η ανάρτηση αυτής της σημαίας. Πάντως το ατελές μήνυμα των λύκων για τα λάβαρα τον είχαν προετοιμάσει.
Εκείνοι τον είδαν γρήγορα, αυτόν και τους συντρόφους του, φυσικά. Είχε άνδρες με κοφτερό βλέμμα εκείνη η ομάδα. Τράβηξαν τα γκέμια, περιμένοντας, και μερικοί κατέβασαν τα τόξα που είχαν στις πλάτες, τα μεγάλα τόξα των Δύο Ποταμών που μπορούσαν να σκοτώσουν άνδρα στα τριακόσια βήματα και παραπάνω.
«Μην μπει κανείς μπροστά μου», είπε ο Πέριν. «Δεν θα ρίξουν αν με αναγνωρίσουν».
«Φαίνεται ότι τα κίτρινα μάτια βλέπουν μακριά», είπε ανέκφραστα η Σούλιν. Μερικοί από τους άλλους τον κοίταζαν παράξενα.
«Απλώς μείνετε πίσω μου», αναστέναξε ο Πέριν.
Καθώς πλησίαζε κοντά τους, επικεφαλής της παράξενης παράταξής του, τα τόξα που είχαν υψωθεί χαμήλωσαν και τα βέλη τραβήχτηκαν από τις χορδές. Είδε με χαρά πως είχαν τον Γοργοπόδη, και, με λιγότερη χαρά, τη Σουώλοου. Η Φάιλε δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ αν άφηνε να πάθει κάτι η μαύρη φοράδα της. Θα ήταν ωραία να ξανανέβαινε στο γκρίζο άτι του, ίσως όμως μπορούσε να κρατήσει και τον Πιστό· ένας άρχοντας μπορούσε να έχει δύο άλογα. Ακόμα κι ένας άρχοντας που ίσως να μην είχε περισσότερες από τέσσερις μέρες ζωής.
Ο Ντάνιλ ξεχώρισε από τη φάλαγγα των Δύο Ποταμών, σιάζοντας τα χοντρά μουστάκια του, όπως και ο Άραμ, και οι γυναίκες ήρθαν μαζί τους. Ο Πέριν αναγνώρισε τα αγέραστα πρόσωπα των Άες Σεντάι πριν καν διακρίνει τη Βέριν και την Αλάνα, που έρχονταν με τα άλογά τους τελευταίες από τις γυναίκες. Δεν ήξερε τις άλλες, μα ήταν βέβαιος ποιες ήταν, και όχι το λόγο που ήταν εδώ. Εννιά. Εννιά Άες Σεντάι θα ήταν πιο χρήσιμες σε τρεις τέσσερις μέρες τώρα, αλλά μέχρι ποιου σημείου μπορούσε να τις εμπιστευτεί; Ήταν εννιά, και ο Ραντ του είχε πει πως μόνο έξι επιτρεπόταν να τον ακολουθήσουν. Αναρωτήθηκε ποια ήταν η Μεράνα, η αρχηγός τους.