Μια Άες Σεντάι με τετράγωνο πρόσωπο που έμοιαζε με αγρότισσα πίσω από τα αγέραστα χαρακτηριστικά της μίλησε πριν προλάβει να μιλήσει ο Ντάνιλ. Το άλογο της ήταν μια καφέ φοράδα. «Εσύ είσαι λοιπόν ο Πέριν Αϋμπάρα. Ο Άρχοντας Πέριν, θα έπρεπε να πω. Ακούσαμε πολλά για σένα».
«Τι έκπληξη που σε συναντούμε εδώ», είπε ψυχρά μια αλαζονική αν και όμορφη γυναίκα, «με τέτοια παράδοξη συντροφιά». Ίππευε ένα σκούρο μουνούχι με άγριο βλέμμα· ο Πέριν θα έβαζε στοίχημα ότι το ζώο ήταν ένα εκπαιδευμένο πολεμικό άτι. «Ήμασταν σίγουρες ότι θα ήσουν ακόμα πολύ μπροστά μας».
Αγνοώντας τις, ο Πέριν κοίταξε τον Ντάνιλ. «Όχι πως είμαι δυσαρεστημένος, μα πώς βρεθήκατε εδώ;»
Ο Ντάνιλ κοίταξε τις Άες Σεντάι και χάιδεψε άγρια τα μουστάκια του. «Ξεκινήσαμε όπως είπες, Άρχοντα Πέριν, και όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Θέλω να πω, αφήσαμε και τις άμαξες και τα πάντα, αφού φαινόταν ότι υπήρχε λόγος να φύγεις τόσο γρήγορα. Ύστερα μας πρόφτασαν η Κιρούνα Σεντάι και η Μπέρα Σεντάι και οι άλλες, και είπαν ότι η Αλάνα μπορούσε να βρει τον Ραντ —τον Άρχοντα Δράκοντα, θέλω να πω— και αφού πήγες μαζί του, ήμουν σίγουρος πως θα ήσουν όπου ήταν κι αυτός, και δεν είχες τρόπο να μας πεις ότι είχες φύγει από την Καιρχίν, και...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τέλος πάντων, φαίνεται πως είχαν δίκιο, ε, Άρχοντα Πέριν;»
Ο Πέριν έσμιξε τα φρύδια, ενώ αναρωτιόταν πώς θα τον έβρισκε η Αλάνα. Αλλά σίγουρα μπορούσε να τον βρει, ειδάλλως ο Ντάνιλ και οι άλλοι δεν θα ήταν εδώ. Η Αλάνα και η Βέριν περίμεναν ακόμα πίσω, μαζί με μια λεπτή γυναίκα με ανοιχτοκάστανα μάτια που αναστέναζε συχνά.
«Είμαι η Μπέρα Χάρκιν», είπε η γυναίκα με το τετράγωνο πρόσωπο, «και αυτή είναι η Κιρούνα Νάτσιμαν». Έδειξε την υπερόπτρια σύντροφο της. Απ’ ό,τι φαινόταν, οι άλλες δεν χρειάζονταν ακόμα συστάσεις. «Θα μας πεις γιατί είσαι εδώ ενώ ο νεαρός αλ’Θόρ —ο Άρχοντα Δράκοντα— είναι αρκετές μέρες προς το νότο;»
Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη σκέψη. Αν αυτές οι εννιά σκόπευαν να ενωθούν με τις Άες Σεντάι μπροστά, δεν μπορούσε να κάνει πολλά για να τις σταματήσει. Εννιά Άες Σεντάι στο πλευρό του, όμως... «Τον κρατούν αιχμάλωτο. Μια Άες Σεντάι ονόματι Κόιρεν και τουλάχιστον πέντε άλλες τον πηγαίνουν στην Ταρ Βάλον. Τουλάχιστον, αυτό σκοπεύουν να κάνουν. Εγώ σκοπεύω να τις σταματήσω». Αυτό προκάλεσε μεγάλο σοκ· ο Ντάνιλ γούρλωσε τα μάτια και οι Άες Σεντάι άρχισαν να μιλούν όλες μαζί. Ο Άραμ ήταν ο μόνος που έδειχνε να μένει ανεπηρέαστος, αλλά βέβαια δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε άλλο πέρα από τον Πέριν και το σπαθί του. Οι οσμές από τις Άες Σεντάι έδειχναν οργή και φόβο παρά τα γαλήνια πρόσωπά τους.
«Πρέπει να τις σταματήσουμε, Μπέρα», είπε μια γυναίκα που είχε τα μαλλιά της χτενισμένα σε Ταραμπονέζικες πλεξούδες με χάντρες, ενώ μια ασπριδερή Καιρχινή με μια κοκαλιάρικη ρούσσα φοράδα έλεγε, «Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στην Ελάιντα να τον πάρει, Μπέρα».
«Έξι;» είπε η γυναίκα με τα ανοιχτοκάστανα μάτια, χωρίς να το πιστεύει. «Έξι δεν θα μπορούσαν να τον καταβάλουν. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό».
«Σας είπα ότι ήταν τραυματισμένος», είπε σχεδόν κλαίγοντας η Αλάνα. Ο Πέριν ήξερε την οσμή της αρκετά καλά για να την ξεχωρίζει· μύριζε πόνο. «Σας το είπα». Η Βέριν δεν άνοιξε το στόμα της, αλλά μύριζε έξαλλη — και φοβισμένη.
Η Κιρούνα έριξε μια σκοτεινή, περιφρονητική ματιά στην ομάδα του Πέριν. «Μ’ αυτούς σκοπεύεις να σταματήσεις τις Άες Σεντάι, νεαρέ; Η Βέριν δεν είπε ότι είσαι ανόητος».
«Έχω μερικούς ακόμα πιο κάτω στην Οδό της Ταρ Βάλον», είπε αυτός ξερά.
«Τότε μπορείς να τους φέρεις μαζί μας», του είπε η Κιρούνα, λες και έκανε καμιά παραχώρηση. «Δεν πειράζει αυτό, ε, Μπέρα;» Η Μπέρα ένευσε.
Ο Πέριν δεν καταλάβαινε γιατί τον εκνεύριζε τόσο πολύ η στάση της Κιρούνα, όμως δεν ήταν τώρα η ώρα για να το ξεδιαλύνει. «Έχω επίσης τριακόσιους Διποταμίτες τοξότες που σκοπεύω να τους πάρω στο δρόμο μαζί μου». Πώς μπορούσε να ξέρει η Αλάνα ότι ο Ραντ είχε πληγωθεί; «Εσείς οι Άες Σεντάι είστε ευπρόσδεκτες να έρθετε μαζί μας».
Αυτό δεν τους άρεσε καθόλου. Πήγαν καμιά δεκαριά βήματα στην άκρη να το συζητήσουν —ακόμα και τα αυτιά του δεν άκουγαν τίποτα· πρέπει με κάποιον τρόπο να χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη— και για ένα διάστημα ο Πέριν πίστεψε πως θα προχωρούσαν μόνες τους.