Στο τέλος ήρθαν μαζί τους, όμως η Μπέρα και η Κιρούνα ήρθαν με τα άλογά τους δεξιά κι αριστερά του μέχρι να φτάσουν στο δρόμο, και του έλεγαν καθεμιά με τη σειρά της πόσο επικίνδυνη και ευαίσθητη ήταν η κατάσταση, και ότι δεν έπρεπε να κάνει τίποτα που να θέσει τον νεαρό αλ’Θόρ σε κίνδυνο. Τουλάχιστον η Μπέρα θυμόταν πού και πού να αποκαλέσει τον Ραντ Αναγεννημένο Δράκοντα. Κάτι που ξεκαθάρισαν ήταν ότι ο Πέριν δεν θα έκανε βήμα χωρίς να ζητήσει την άδεια τους πρώτα. Η Μπέρα άρχισε να ενοχλείται που ο Πέριν δεν επαναλάμβανε τα λόγια της για να βεβαιωθεί ότι τα είχε καταλάβει· η Κιρούνα της έλεγε να θεωρήσει ότι τα είχε πει. Ο Πέριν άρχισε να αναρωτιέται μήπως είχε κάνει λάθος αφήνοντάς τις να έρθουν μαζί του.
Αν οι Άες Σεντάι εντυπωσιάστηκαν από τη συνάθροιση των Αελιτών και των Μαγενών και των Καιρχινών που προχωρούσαν στο δρόμο, δεν το έδειξαν είτε με το βλέμμα είτε με τα λόγια. Πρόσθεσαν το κατιτίς τους όμως στο γενικό αναβρασμό. Οι Μαγενοί και οι Καιρχινοί έδειχναν αναθαρρυμένοι από την εμφάνιση εννιά Άες Σεντάι και δεκάξι Προμάχων, και μόνο που δεν υποκλίνονταν αγγίζοντας το μέτωπο με τις αρθρώσεις των δαχτύλων όποτε τους πλησίαζε μια από αυτές τις γυναίκες. Οι Κόρες και οι σισβαϊ’αμάν, από την άλλη μεριά, άλλοτε τις κοίταζαν δυσοίωνα, κι άλλοτε μ’ ένα ύφος σαν να περίμεναν πως οι Άες Σεντάι θα τους έλιωναν κάτω από τις φτέρνες τους. Οι Σοφές διατηρούσαν την ατάραχη έκφρασή τους σαν τις Άες Σεντάι, όμως ο Πέριν μύριζε να έρχονται απ’ αυτές κύματα καθαρής οργής. Με εξαίρεση μια Καφέ ονόματι Μασούρι, στην αρχή οι Άες Σεντάι αγνοούσαν εντελώς τις Σοφές, αλλά αφού η Μασούρι είχε δεχθεί τουλάχιστον είκοσι αρνήσεις τις επόμενες μέρες —ήταν επίμονη, όμως οι Σοφές απέφευγαν τις Άες Σεντάι με τόση επιδεξιότητα που ο Πέριν πίστεψε πως το έκαναν με το ένστικτο— από κει και έπειτα η Μπέρα και η Κιρούνα και οι άλλες άρχισαν να κοιτάζουν συνεχώς τις Σοφές και να μιλάνε μεταξύ τους πίσω από κάποιο αόρατο φράγμα το οποίο εμπόδιζε τον Πέριν να ακούει τι έλεγαν.
Θα κρυφάκουγε αν μπορούσε· δεν έκρυβαν μόνο λόγια για τις Αελίτισσες. Κατ’ αρχάς, η Αλάνα αρνιόταν να του πει πώς ήξερε πού ήταν ο Ραντ — «Υπάρχουν γνώσεις που θα έκαιγαν κάθε μυαλό εκτός από μιας Άες Σεντάι», τον είχε πει, ψυχρή και μυστηριώδης, όμως μύριζε αγωνία και πόνο— και δεν παραδεχόταν καν ότι είχε πει πως ήταν πληγωμένος με κάποιον τρόπο. Η Βέριν σχεδόν δεν του έλεγε κουβέντα, απλώς παρακολουθούσε τα πάντα με τα σκοτεινά μάτια της που ήταν σαν πουλιού και με ένα μικρό μυστικό χαμόγελο, όμως ανέδιδε κύματα σύγχυσης και θυμού. Κρίνοντας από τις οσμές, θα έλεγε ότι αρχηγός ήταν η Μπέρα ή η Κιρούνα· ήταν η Μπέρα, κατά τη γνώμη του, αν και η διαφορά ήταν μικρή και μερικές φορές έμοιαζε να γέρνει προς την άλλη μεριά για λίγο. Ήταν δύσκολο να πει, αν και ή η μια ή η άλλη έρχονταν πλάι του για μια ολόκληρη ώρα κάθε μέρα, επαναλαμβάνοντας εκδοχές των αρχικών «συμβουλών»τους και γενικά υποθέτοντας πως αυτές ήταν επικεφαλής. Ο Νουρέλ έμοιαζε να το πιστεύει αυτό, δεχόμενος τις διαταγές τους χωρίς ούτε μια ματιά στον Πέριν, και ο Ντομπραίν μετά βίας του έριχνε ένα βλέμμα πρώτα. Μιάμιση μέρα ο Πέριν υπέθετα ότι η Μεράνα είχε παραμείνει στο Κάεμλυν, και ένιωσε σοκ όταν άκουσε να απευθύνονται μ’ αυτό το όνομα στη λεπτή γυναίκα με τα ανοιχτοκάστανα μάτια. Ο Ραντ είχε πει ότι αυτή ήταν η επικεφαλής της πρεσβείας από το Σαλιντάρ, αλλά παρ’ όλο που οι Άες Σεντάι επιφανειακά έμοιαζαν ίσες, ο Πέριν την είχε χαρακτηρίσει κατώτερο λύκο στην αγέλη· η οσμή της έδειχνε μια ζαλισμένη καρτερικότητα και μια ανησυχία. Δεν ήταν παράξενο βέβαια το ότι οι Άες Σεντάι έκρυβαν μυστικά, αλλά ο Πέριν ήθελε να σώσει τον Ραντ από την Κόιρεν και τις άλλες εκεί μπροστά και θα του άρεσε να είχε έστω και μια ιδέα για το αν μετά θα έπρεπε να τον σώσει από την Κιρούνα και τις φίλες της.
Τουλάχιστον ήταν καλό που είχε ξαναβρεί τον Ντάνιλ και τους άλλους, έστω κι αν μπροστά στις Άες Σεντάι ήταν σχεδόν στην ίδια θλιβερή κατάσταση με τους Μαγενούς και τους Καιρχινούς. Οι Διποταμίτες τόσο πολύ είχαν χαρεί βλέποντάς τον, που δεν είχαν γογγύξει πολύ όταν τους είχε πει να βάλουν κατά μέρος τον Κόκκινο Αετό· θα τον ξανάβγαζαν, ο Πέριν ήταν σίγουρος γι’ αυτό, όμως ο ξάδελφος του Ντάνιλ, ο Μπαν, που ήταν φτυστός ο Ντάνιλ, με εξαίρεση μια σουβλερή μύτη και ένα μακρύ λεπτό μουστάκι στο στυλ των Ντομανών, δίπλωσε το λάβαρο προσεκτικά και το έβαλε στα σακίδια της σέλας του. Δεν συνέχισαν στερημένοι από λάβαρα, φυσικά. Κατ’ αρχάς, υπήρχε η δική του Κόκκινη Λυκοκεφαλή. Ίσως να αγνοούσαν τα λόγια του αν τους έλεγε να το μαζέψουν κι αυτό, και για κάποιο λόγο το ψυχρό, αποδοκιμαστικό βλέμμα της Κιρούνα τον έκανε να θέλει να το επιδεικνύει. Πέρα απ’ αυτό, όμως, ο Ντομπραίν και ο Νουρέλ έβγαλαν κι αυτοί λάβαρα, εφόσον άλλοι ήδη επεδείκνυαν το δικό τους. Όχι τον Ανατέλλοντα Ήλιο της Καιρχίν ή το Χρυσό Γεράκι του Μαγιέν. Ο καθένας είχε φέρει τις δυο σημαίες του Ραντ, τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κοκκινόχρυσο σε λευκό φόντο, και τον ασπρόμαυρο δίσκο σε πορφυρό φόντο. Οι Αελίτες δεν έδιναν σημασία, και οι Άες Σεντάι πήραν ψυχρή στάση, όμως ήταν ταιριαστά εμβλήματα για την πορεία τους.