Τη δέκατη μέρα, με τον ήλιο σχεδόν να μεσουρανεί, ο Πέριν ένιωθε μια βαρυθυμιά παρά τα λάβαρα και του Διποταμίτες και τον Γοργοπόδη που καβαλούσε. Θα πρόφταιναν τις άμαξες των Άες Σεντάι λίγο μετά το μεσημέρι, αλλά ακόμα δεν ήξερε τι να κάνει μετά απ’ αυτό. Τότε ήρθε το μήνυμα από τους λύκους. Έλα τώρα. Πολλά δίποδα. Πολλά, πολλά, πολλά! Έλα τώρα!
55
Τα Πηγάδια του Ντουμάι
Ο Γκάγουιν προσπαθούσε να προσηλωθεί στο τοπίο καθώς προχωρούσε επικεφαλής της φάλαγγας. Αυτά τα όλο υψώματα και βαθουλώματα εδάφη με τις σκορπισμένες συστάδες των δένδρων ήταν αρκετά επίπεδα για να πιστέψεις ότι μπορούσες να έχεις μακρινή θέα, ενώ στην πραγματικότητα μερικές από τις μακριές ράχες και τους κοντούς λόφους δεν ήταν τόσο χαμηλά όσο έδειχναν. Ο άνεμος σήμερα σήκωνε σύννεφα σκόνης, σκόνη που μπορούσε κι αυτή να σου κρύψει πράγματα. Τα Πηγάδια του Ντουμάι ήταν λίγο πιο πέρα από το δρόμο στα δεξιά του, τρία πέτρινα πηγάδια σε ένα μικρό δασάκι· τα βαρέλια του νερού ήθελαν γέμισμα, και ήταν το λιγότερο τέσσερις μέρες δρόμος μέχρι το επόμενο σημείο που υπήρχε σίγουρα νερό, αν δεν είχε στερέψει η Πηγή Αλιανέλε, όμως η Γκαλίνα είχε διατάξει να μη σταματήσουν. Ο Γκάγουιν προσπαθούσε να κρατήσει την προσοχή του εκεί που έπρεπε να είναι, αλλά δεν μπορούσε.
Πού και πού έστριβε στη σέλα του και τις άμαξες που σχημάτιζαν ένα μακρύ φίδι καθώς απλώνονταν στο δρόμο, με Άες Σεντάι και Προμάχους στα άλογα δίπλα τους, ενώ οι υπηρέτες που δεν ήταν στις άμαξες προχωρούσαν περπατώντας. Τα περισσότερα Παλικαράκια ήταν στην οπισθοφυλακή, όπου τους είχε διατάξει να είναι η Γκαλίνα. Ο Γκάγουιν δεν έβλεπε τη μία εκείνη άμαξα, στο κέντρο της φάλαγγας, με έξι Άες Σεντάι καβαλα δίπλα της συνεχώς, η οποία δεν είχε μουσαμαδένιο κάλυμμα. Θα σκότωνε τον αλ’Θόρ αν μπορούσε, αυτό όμως τον αηδίαζε. Ακόμα κι η Έριαν είχε αρνηθεί να συμμετέχει σ’ αυτό μετά τη δεύτερη μέρα, και το Φως ήξερε ότι είχε λόγο να το κάνει. Η Γκαλίνα όμως ήταν αμετάπειστη.
Έστρεψε αποφασισμένα το βλέμμα μπροστά και άγγιξε το γράμμα της Ηλαίην στην τσέπη του σακακιού του, όπου ήταν τυλιγμένο προσεκτικά μέσα σε κάτια μεταξιού. Μόνο λίγα λόγια με τα οποία έλεγε πως τον αγαπούσε, και ότι έπρεπε να φύγει· τίποτα παραπάνω. Το διάβαζε πεντ’ έξι φορές τη μέρα. Πουθενά στο γράμμα της δεν ανέφερε την υπόσχεσή του. Πάντως ο Γκάγουιν δεν είχε σηκώσει το χέρι του εναντίον του αλ’Θόρ. Είχε μείνει αποσβολωμένος μαθαίνοντας ότι ήταν αιχμάλωτος και είχε αιχμαλωτιστεί αρκετές μέρες πριν το μάθει. Με κάποιον τρόπο έπρεπε να δώσει στην Εγκουέν να το καταλάβει αυτό. Της είχε υποσχεθεί να μη σηκώσει το χέρι του ενάντια στον αλ’Θόρ, και δεν θα το έκανε ακόμα κι αν πέθαινε γι’ αυτό, αλλά ούτε θα σήκωνε το χέρι του για να τον βοηθήσει. Η Εγκουέν έπρεπε να το καταλάβει αυτό. Μα το Φως, έπρεπε.
Ιδρώτας κύλησε στο πρόσωπό του, και ο Γκάγουιν σκούπισε τα μάτια του με το μανίκι. Για την Εγκουέν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να προσευχηθεί. Για τη Μιν, μπορούσε. Με κάποιον τρόπο, έπρεπε. Δεν της άξιζε να την πάνε στον Πύργο αιχμάλωτη· ο Γκάγουιν δεν μπορούσε να το πιστέψει. Αν οι Πρόμαχοι χαλάρωναν τη φρούρησή της, θα μπορούσε...
Ξαφνικά ο Γκάγουιν αντελήφθηκε ένα άλογο πιο μπροστά στο δρόμο που κάλπαζε προς τις άμαξες μέσα σε σύννεφα σκόνης, χωρίς καβαλάρη όπως φαινόταν. «Τζισάο», είπε, πες στους αμαξάδες να σταματήσουν. Χαλ, πες στον Ράτζαρ να ετοιμάσει τα Παλικαράκια». Δίχως λέξη έστριψαν τα άλογα και κάλπασαν. Ο Γκάγουιν έμεινε να περιμένει.
Ήταν το ανοιχτόγκριζο μουνούχι του Μπέντζι Ντάλφορ, και καθώς πλησίαζε, ο Γκάγουιν είδε τον Μπέντζι διπλωμένο στα δύο πάνω του, πιασμένο από τη χαίτη του αλόγου. Το ζώο παραλίγο θα τους προσπερνούσε πριν ο Γκάγουιν προλάβει να αρπάξει τα γκέμια.
Ο Μπέντζι γύρισε το κεφάλι χωρίς να ανασηκωθεί, κοίταξε τον Γκάγουιν με θολά μάτια. Είχε αίμα γύρω από το στόμα του, και το ένα μπράτσο πίεζε την κοιλιά του, σαν να προσπαθούσε να μη διαλυθεί. «Αελίτες», μουρμούρισε. «Χιλιάδες. Απ’ όλες τις μεριές, νομίζω». Ξαφνικά, χαμογέλασε. «Κρύο σήμερα, δεν νομ—» Αίμα ανέβλυσε από το στόμα του και γκρεμίστηκε στο δρόμο, ατενίζοντας τον ήλιο χωρίς να βλεφαρίζει.