Ο Γκάγουιν στριφογύρισε τον επιβήτορά του, και κάλπασε προς τις άμαξες. Θα φρόντιζαν τον Μπέντζι αργότερα, αν έμενε κανείς ζωντανός.
Η Γκαλίνα ήρθε να τον ανταμώσει, με το λινό ελαφρύ μανδύα να ανεμίζει πίσω της και τα μαύρα μάτια να φλέγονται από οργή σε κείνο το γαλήνιο πρόσωπο. Ήταν συνεχώς έξαλλη από τη μέρα που είχε δοκιμάσει ο αλ’Θόρ να δραπετεύσει. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι και διατάζεις τις άμαξες να σταματήσουν;» απαίτησε να μάθει.
«Υπάρχουν χιλιάδες Αελίτες που μας πλησιάζουν, Άες Σεντάι». Κατάφερε να μιλήσει με ευγενικό τόνο. Οι άμαξες επιτέλους είχαν σταματήσει, και τα Παλικαράκια έπαιρναν θέσεις, όμως οι αμαξάδες έπαιζαν τα γκέμια νευρικά και οι υπηρέτες κοίταζαν γύρω, κάνοντας αέρα με βεντάλιες. Οι Άες Σεντάι συζητούσαν με τους Προμάχους.
Τα χείλη της Γκαλίνα στράβωσαν με περιφρόνηση. «Ανόητε. Σίγουρα είναι οι Σάιντο. Η Σεβάνα είπε ότι θα μας έδινε συνοδεία. Αλλά αν αμφιβάλλεις, πάρε τα Παλικαράκια σου και πήγαινε να δεις μόνος σου. Οι άμαξες θα συνεχίσουν το δρόμο τους προς την Ταρ Βάλον. Είναι ώρα να μάθεις ότι εγώ δίνω τις διαταγές εδώ, κι όχι—»
«Κι αν δεν είναι οι ήμεροι Αελίτες σου;» Δεν ήταν η πρώτη φορά τις τελευταίες μέρες που του είχε προτείνει να ηγηθεί ο ίδιος μιας ανιχνευτικής ομάδας· υποψιαζόταν ότι αν το έκανε, θα έβρισκε Αελίτες, και κάθε άλλο παρά ήμερους. «Όποιοι κι αν είναι, σκότωσαν έναν από τους άνδρες μου». Τουλάχιστον έναν· υπήρχαν άλλοι έξι ανιχνευτές εκεί έξω. «Ίσως θα έπρεπε να συλλογιστείς το ενδεχόμενο να είναι οι Αελίτες του αλ’Θόρ, που ήρθαν να τον σώσουν. Όταν αρχίσουν να μας ψήνουν, θα είναι πολύ αργά».
Μόνο τότε κατάλαβε ότι είχε βάλει τις φωνές, όμως ο θυμός της Γκαλίνα ξεθώριασε. Κοίταξε το δρόμο εκεί που κειτόταν ο Μπέντζι και ύστερα ένευσε αργά. «Ίσως δεν θα ήταν ασύνετο να πάρουμε προφυλάξεις αυτή τη φορά».
Ο Ραντ πάλευε να ανασάνει· ο αέρας μέσα στο σεντούκι ήταν πηχτός και καυτός. Ευτυχώς που δεν μπορούσε να τον μυρίσει πια. Του έριχναν έναν κουβά νερό κάθε βράδυ, μα αυτό δεν ήταν μπάνιο, και για ένα διάστημα μετά απ’ όταν έκλειναν και σύρτωναν το καπάκι κάθε πρωί, η δυσωδία που πρόσθετε η έκθεσή του κάθε μέρα στον διάπυρο ήλιο έφτανε δυνατή στη μύτη του. Με κόπο κρατούσε το Κενό. Όλο το σώμα του ήταν σκεπασμένο από κόκκινες λουρίδες· κάθε πόντος του, από τους ώμους ως τα γόνατα, έκαιγε πριν ακόμα τον αγγίξει ο ιδρώτας και οι δέκα χιλιάδες φλόγες τρεμόπαιζαν στα όρια της αδειανοσύνης, προσπαθώντας να την καταπιούν. Η μισογιατρεμένη λαβωματιά στο πλευρό του έστελνε κύματα πόνου από το βάθος, όμως η αδειανοσύνη τρεμούλιαζε με κάθε κύμα. Αλάνα. Ο Ραντ ένιωθε την Αλάνα. Κοντά. Όχι. Δεν θα σπαταλούσε το χρόνο του να τη σκέφτεται· ακόμα και να τον είχε ακολουθήσει, έξι Άες Σεντάι δεν θα μπορούσαν να τον ελευθερώσουν. Αν δεν αποφάσιζαν να πάνε με το μέρος της Γκαλίνα. Δεν έπρεπε να τις εμπιστεύεται. Ποτέ δεν θα εμπιστευόταν πια οποιαδήποτε Άες Σεντάι. Από την άλλη μεριά, μπορεί και να το φανταζόταν. Μερικές φορές φανταζόταν πράγματα εδώ, δροσερές αύρες, περιπάτους. Μερικές φορές ξεχνούσε ό,τι άλλο και έβλεπε παραισθήσεις ότι περπατούσε ελεύθερος. Απλώς ότι περπατούσε. Έχανε σημαντικές ώρες γι’ αυτό. Μόχθησε να ανασάνει και ψηλάφισε το λείο σαν πάγο φράγμα που τον χώριζε από την Πηγή. Δοκίμασε και ξαναδοκίμασε, ψηλαφώντας εκείνα τα έξι σημεία. Μαλακά. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Το ψηλάφημα ήταν σημαντικό.
Σκοτάδι, βόγκηξε ο Λουζ Θέριν από τα βάθη του μυαλού του. Όχι άλλο σκοτάδι. Όχι άλλο. Ξανά και ξανά. Δεν ήταν πολύ άσχημο, όμως. Ο Ραντ αυτή τη φορά τον αγνόησε.
Ξαφνικά, άφησε μια κοφτή κραυγούλα· το σεντούκι κινούνταν, μ’ ένα δυνατό ξυστό ήχο στην καρότσα της άμαξας. Είχε ήδη νυχτώσει; Η πονεμένη σάρκα συσπάστηκε ανεξέλεγκτα. Θα τον έδερναν πάλι πριν τον ταΐσουν και του ρίξουν νερό και τον πετάξουν σαν χήνα να κοιμηθεί όπως μπορούσε. Αλλά θα έβγαινε από το κουτί. Το σκοτάδι γύρω του ήταν ατελές, ήταν ένα βαθύ, σκούρο γκρίζο. Η μικρούλικη χαραμάδα γύρω από το καπάκι άφηνε να περάσει μια απειροελάχιστη ποσότητα φωτός, αν και ο Ραντ δεν μπορούσε να δει τίποτα με το κεφάλι στριμωγμένο ανάμεσα στα γόνατα, και τα μάτια του αργούσαν κάθε μέρα να συνηθίσουν και να δουν οτιδήποτε άλλο από μαυρίλα όσο και η μύτη του να νεκρωθεί στις οσμές.
Άθελά του βόγκηξε καθώς έγερναν το σεντούκι· δεν είχε χώρο για να γλιστρήσει, όμως άλλαξε θέση, ζορίζοντας με άλλο τρόπο μύες που ήταν ήδη μουδιασμένοι πέρα από κάθε μούδιασμα. Η μικρούλικη φυλακή του έπεσε βαριά στο χώμα. Σε λίγο το καπάκι θα άνοιγε. Πόσες μέρες στον πυρωμένο ήλιο; Πόσες νύχτες; Είχε χάσει το μέτρημα. Ποιανής σειρά ήταν τώρα; Τα πρόσωπα στριφογύρισαν στο νου του. Είχε αποτυπώσει όλες τις γυναίκες που είχαν περάσει. Όλα τώρα ήταν ένα κουβάρι· ήταν υπεράνω των δυνάμεών του να θυμηθεί ποια είχε έρθει πού και πότε. Αλλά ήξερε ότι πιο συχνά τον έδερναν η Γκαλίνα και η Έριαν και η Κατερίνε, οι μόνες που το είχαν κάνει πάνω από μια φορά. Αυτά τα πρόσωπα έλαμπαν στο μυαλό του μ’ ένα άγριο φως. Πόσο συχνά ήθελαν να τον ακούσουν να ουρλιάζει;