Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι το σεντούκι έπρεπε να είχε ανοίξει πια. Σκόπευαν να τον αφήσουν εδώ όλη τη νύχτα και μετά θα ήταν ο αυριανός ήλιος και — Οι μύες που ήταν υπερβολικά μουδιασμένοι για να κινηθούν κατάφεραν να σπρώξουν το καπάκι με μια έξαλλη κίνηση. «Βγάλτε με έξω!» φώναξε βραχνά. Τα δάχτυλα κουνιόνταν με πόνο πίσω από την πλάτη του, χωρίς αποτέλεσμα. «Βγάλτε με έξω!» ούρλιαξε. Του φάνηκε πως άκουσε μια γυναίκα να γελά.
Έκλαψε για λίγο, μα ύστερα τα δάκρυα στέγνωσαν σε μια οργή σαν καμίνι. Βοήθησέ με, γρύλισε στον Λουζ Θέριν.
Βοήθησε με, βόγκηξε εκείνος. Φως μου, βοήθησε με.
Μουρμουρίζοντας βλοσυρά, ο Ραντ ξανάπιασε να ψηλαφεί τη λεία επιφάνεια προς εκείνα τα έξι μαλακά σημεία. Κάποια στιγμή θα τον άφηναν να βγει. Κάποια στιγμή, θα χαλάρωναν την προσοχή τους. Και όταν το έκαναν... Δεν κατάλαβε ότι τον είχε πιάσει ένα βραχνό γέλιο.
Ο Πέριν ανηφόρισε έρποντας την ήπια πλαγιά και κοίταξε από την κορφή σε μια σκηνή που λες και είχε βγει από τα όνειρα του Σκοτεινού. Οι λύκοι τον είχαν προϊδεάσει τι να περιμένει, όμως κάθε ιδέα ωχριούσε μπροστά στην πραγματικότητα. Κάπου ένα μίλι από κει που έβλεπε μπρούμυτα κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο, ένα πελώριο πλήθος από Σάιντο περικύκλωνε τελείως άμαξες και άνδρες που σχημάτιζαν κύκλο με μια μικρή συστάδα δένδρα στο κέντρο, λίγο πιο πέρα από το δρόμο. Μερικές άμαξες είχαν πάρει φωτιά και οι φλόγες ορθώνονταν και χόρευαν. Πύρινες σφαίρες εκσφενδονίζονταν προς τους Αελίτες, άλλες μικρές σαν γροθιά, άλλες μεγάλες σαν βράχια, και πίδακες φωτιάς ξεπηδούσαν, μετατρέποντάς τους ακόμα και κατά ντουζίνες κάθε φορά σε ανθρώπινους δαυλούς· κεραυνοί έπεφταν από έναν ανέφελο ουρανό, τινάζοντας στον αέρα χώματα και μορφές ντυμένες με το καντιν’σόρ. Όμως υπήρχαν ασημένιες αστραπές που χτυπούσαν τις άμαξες, και φωτιές εξακοντίζονταν από τους Αελίτες. Αρκετές από κείνες τις φωτιές έσβηναν ή έσκαγαν πριν πετύχουν το στόχο τους, και πολλά αστροπελέκια σταματούσαν απότομα, όμως, παρ’ όλο που η μάχη έμοιαζε να γέρνει ελαφρώς υπέρ των Άες Σεντάι, ο αριθμός των Σάιντο τελικά θα αποδεικνυόταν αποφασιστικός.
«Εκεί κάτω θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον διακόσιες με τριακόσιες γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν, αν όχι περισσότερες». Η Κιρούνα, που ήταν ξαπλωμένη δίπλα του, ακουγόταν εντυπωσιασμένη. Η Σορίλεα, λίγο πιο πέρα από την Πράσινη αδελφή, έδειχνε εντυπωσιασμένη. Η Σοφή μύριζε ανησυχία· όχι φοβισμένη, μα προβληματισμένη. «Ποτέ δεν είδα τόσες υφάνσεις μαζί», συνέχισε να λέει η Άες Σεντάι. «Νομίζω ότι υπάρχουν τουλάχιστον τριάντα αδελφές στο στρατόπεδο. Μας έφερες σε ένα καζάνι που βράζει, νεαρέ Αϋμπάρα».
«Σαράντα χιλιάδες Σάιντο», μουρμούρισε βλοσυρά ο Ρούαρκ από την άλλη μεριά του Πέριν. Ακόμα και η οσμή του ήταν βλοσυρή. «Σαράντα χιλιάδες το λιγότερο, και δεν χαίρομαι που μαθαίνω γιατί δεν έστειλαν περισσότερους στο νότο».
«Ο Άρχοντας Δράκοντας είναι εκεί κάτω;» ρώτησε ο Ντομπραίν, κοιτώντας πάνω από τον Ρούαρκ. Ο Πέριν ένευσε. «Και θες να πας εκεί και να τον φυγαδεύσεις;» Ο Πέριν ένευσε ξανά, και ο Ντομπραίν αναστέναξε. Μύριζε καρτερικότητα, όχι φόβο. «Θα μπούμε, Άρχοντα Αϋμπάρα, αλλά δεν πιστεύω πως θα βγούμε όλοι». Αυτή τη φορά ο Ρούαρκ ένευσε.
Η Κιρούνα κοίταξε τους άνδρες. «Συνειδητοποιείτε πως δεν είμαστε αρκετές. Εννιά. Ακόμα κι αν οι Σοφές σας μπορούν να διαβιβάζουν έστω και λίγο, δεν είμαστε αρκετές για να αναμετρηθούμε επί ίσοις όροις μ’ αυτό». Η Σορίλεα ξεφύσηξε δυνατά, όμως η Κιρούνα δεν τράβηξε το βλέμμα από κει που κοίταζε.
«Τότε γύρνα και τράβα προς το νότο», της είπε ο Πέριν. «Εγώ δεν πρόκειται να αφήσω τον Ραντ για την Ελάιντα».
«Ωραία», αποκρίθηκε η Κιρούνα, χαμογελώντας. «Επειδή ούτε κι εγώ θα το κάνω». Ο Πέριν ευχήθηκε να μην του έφερνε το χαμόγελο της ανατριχίλα. Φυσικά, αν η Κιρούνα είχε δει το κακόβουλο χαμόγελο που της είχε ρίξει η Σορίλεα από πίσω, ίσως ένιωθε κι εκείνη ανατριχίλα.
Ο Πέριν έκανε νόημα σε κείνους που ήταν στα ριζά του υψώματος, και η Σορίλεα και η Πράσινη κατέβηκαν εκεί που μπορούσαν να σηκωθούν όρθιες και μετά έτρεξαν προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Δεν είχαν κανένα σπουδαίο σχέδιο. Η ουσία ήταν ότι με κάποιον τρόπο θα έφταναν τον Ραντ, με κάποιο τρόπο θα τον ελευθέρωναν, και μετά θα έλπιζαν να μην ήταν τόσο άσχημα τραυματισμένος ώστε να μην μπορεί να κάνει μια πύλη για να δραπετεύσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι μαζί του πριν τους σκοτώσουν οι Σάιντο ή οι Άες Σεντάι του στρατοπέδου. Μικροπροβληματάκια, το δίχως άλλο, για έναν ήρωα του παραμυθιού ή μια ιστορίας που έλεγε βάρδος, όμως ο Πέριν ευχόταν να είχαν χρόνο για να καταστρώσουν πραγματικό σχέδιο, όχι μόνο αυτό που είχαν βγάλει πρόχειρα ο ίδιος με τον Ντομπραίν και τον Ρούαρκ ενώ ο αρχηγός φατρίας έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε ανάμεσα στα άλογά τους. Αλλά ο χρόνος ήταν ένα από τα πολλά που δεν διέθεταν. Δεν μπορούσαν να ξέρουν αν οι Άες Σεντάι του Πύργου θα κατάφερναν να αποκρούσουν το Σάιντο έστω και για μια ώρα ακόμα.