Οι πρώτοι που ξεκίνησαν ήταν οι Διποταμίτες και οι Φτερωτοί Φρουροί, μοιρασμένοι σε δύο λόχους, που ο ένας αγκάλιασε τις πεζές Σοφές και ο άλλος τις έφιππες Άες Σεντάι και τους Προμάχους. Πέρασαν τη ράχη από αριστερά και δεξιά. Ο Ντάνιλ τους είχε βάλει να ξαναϋψώσουν τον Κόκκινο Αετό, μαζί με την Κόκκινη Λυκοκεφαλή. Ο Ρούαρκ ούτε που κοίταξε εκεί που η Άμυς περπατούσε κοντά στο σκούρο μουνούχι της Κιρούνα, όμως ο Πέριν τον άκουσε να μουρμουρίζει, «Είθε να δούμε τον ήλιο να ανατέλλει μαζί, σκιά της καρδιάς μου».
Στο τέλος οι Μαγένοι και οι Διποταμίτες θα κάλυπταν τις Σοφές και τις Άες Σεντάι στην υποχώρησή τους, ή ίσως να γινόταν το αντίθετο. Όπως και να ’ταν, η Μπέρα και η Κιρούνα δεν έδειχναν να τους αρέσει το σχέδιο· ήθελαν να βρίσκονται εκεί που ήταν ο Ραντ.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν θέλεις να πας καβάλα, Άρχοντα Αϋμπάρα;» ρώτησε ο Ντομπραίν από τη σέλα του· γι’ αυτόν, η έννοια της πεζής αναμέτρησης ήταν ανάθεμα.
Ο Πέριν χτύπησε τον πέλεκυ που κρεμόταν στο πλάι του. «Αυτό δεν χρησιμεύει πολύ όταν είσαι στη σέλα». Η αλήθεια ήταν η αντίθετη, όμως ο Πέριν δεν ήθελε να ρίξει τον Γοργοπόδη ή τον Πιστό σ’ αυτό που τους περίμενε μπροστά. Οι άνδρες μπορούσαν να διαλέξουν το ατσάλι και το θάνατο· για τα άλογά του διάλεγε ο ίδιος, και σήμερα διάλεγε να μην το κάνουν. «Ίσως μου δανείσεις τον αναβολέα σου όταν έρθει η ώρα». Ο Ντομπραίν βλεφάρισε —οι Καιρχινοί δεν πολυχρησιμοποιούσαν πεζικό— όμως φάνηκε να καταλαβαίνει και ένευσε.
«Είναι ώρα για να παίξουν οι αυλητές το σκοπό», είπε ο Ρούαρκ, σηκώνοντας το μαύρο πέπλο του, αν και σήμερα δεν θα υπήρχαν αυλητές να παίξουν, κάτι που σε μερικούς Αελίτες δεν άρεσε. Σε πολλές Κόρες δεν άρεσαν οι αναγκαστικές λωρίδες από κόκκινο πανί που είχαν δέσει στα μπράτσα για να ξεχωρίζουν οι υδρόβιοι από τις Κόρες των Σάιντο· νόμιζαν πως όλοι μπορούσαν να τις καταλάβουν με μια ματιά.
Οι Κόρες με τα μαύρα πέπλα και οι σισβαϊ’αμάν άρχισαν να ανηφορίζουν τρέχοντας την πλαγιά σχηματίζοντας μια χοντρή φάλαγγα, και ο Πέριν πλησίασε με τον Ντομπραίν τον Λόιαλ που ήδη στεκόταν επικεφαλής των Καιρχίν, σφίγγοντας τον πέλεκύ του και με τα δύο χέρια, με τα αυτιά γερμένα πίσω. Ήταν εκεί και ο Άραμ επίσης, πεζός, με το σπαθί γυμνό· ο πρώην Μάστορας χαμογελούσε με προσμονή. Ο Ντομπραίν ανέμισε το χέρι για να προωθηθούν, πίσω από τα δίδυμα λάβαρα του Ραντ, και οι σέλες έτριξαν καθώς ένα μικρό δάσος από πεντακόσια δόρατα ανηφόριζε πίσω από τους Αελίτες.
Τίποτα δεν είχε αλλάξει στη μάχη, κάτι που ξάφνιασε τον Πέριν, ώσπου κατάλαβε ότι είχαν περάσει μόνο μερικές στιγμές από την τελευταία φορά που την είχε δει. Ένιωθε σαν να είχε περάσει πολύ περισσότερη ώρα. Ο μεγάλος όγκος των Σάιντο ακόμα πίεζε προς τα μέσα· οι άμαξες φλέγονταν ακόμα, ίσως περισσότερες από πριν· οι αστραπές ακόμα έπεφταν από τον ουρανό, και φωτιές ξεπηδούσαν από πύρινες σφαίρες και σύννεφα.
Οι Διποταμίτες κόντευαν να φτάσουν τη θέση τους, με τους Μαγενούς και τις Άες Σεντάι και τις Σοφές να προχωρούσα σχεδόν χωρίς βιασύνη στην κυματιστή πεδιάδα. Ο Πέριν θα τους είχε κρατήσει ακόμα πιο πίσω, για να έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να ξεφύγουν όταν ερχόταν εκείνη η ώρα, όμως ο Ντάνιλ επέμενε ότι έπρεπε να πλησιάσουν το λιγότερο στα τριακόσια βήματα για να είναι αποτελεσματικά τα τόξα τους, και ο Νουρέλ επίσης είχε φαγωθεί να μην μείνει πίσω. Ακόμα και οι Άες Σεντάι επέμειναν γι’ αυτό, για τις οποίες ο Πέριν ήταν σίγουρος πως αρκούσε να είναι μόνο όσο κοντά χρειαζόταν ώστε να βλέπουν καθαρά. Κανένας από τους Σάιντο δεν είχε γυρίσει ακόμα το κεφάλι. Ή τουλάχιστον κανείς δεν έδειχνε την απειλή που πλησίαζε αργά τα νώτα τους· κανείς δεν στριφογυρνούσε για να την αντιμετωπίσει. Όλοι έμοιαζαν προσηλωμένοι στο να χιμούν στις άμαξες, να οπισθοχωρούν όταν έπεφταν φωτιές και αστραπές, και μετά να ξαναχιμούν. Αρκούσε ένας να κοιτάξει πίσω, όμως τους σαγήνευε η κόλαση μπροστά τους.
Οκτακόσια βήματα. Επτακόσια. Οι Διποταμίτες αφίππευσαν, πιάνοντας στο χέρι τα τόξα. Εξακόσια. Πεντακόσια. Τετρακόσια.