Выбрать главу

Ο Ντομπραίν τράβηξε το σπαθί, το σήκωσε ψηλά. «Για τον Άρχοντα Δράκοντα, τον Τάμποργουιν και τη νίκη!» φώναξε, και η φωνή ακούστηκε από πεντακόσια λαρύγγια καθώς τα δόρατα χαμήλωναν.

Ο Πέριν μόλις που πρόλαβε να αρπάξει τον αναβολέα του Ντομπραίν πριν οι Καιρχίν χιμήξουν βροντερά μπροστά. Τα μακριά πόδια του Λόιαλ συναγωνίζονταν τα άλογα βήμα το βήμα. Προχωρώντας με άλματα καθώς άφηνε το άλογο να τον τραβά με μεγάλες πηδηχτές δρασκελιές, ο Πέριν έστειλε το νου του πέρα. Ελάτε.

Το έδαφος που ήταν γεμάτο καφέ γρασίδι, που έμοιαζε άδειο, ξαφνικά γέννησε χίλιους λύκους, νευρώδεις καφετιούς λύκους των πεδιάδων, και μερικούς από τους πιο σκούρους ξαδέλφους τους των δασών, που έτρεχαν χαμηλά και ορμούσαν στις πλάτες των Σάιντο με σαγόνια που ανοιγόκλειναν καθώς τα πρώτα μακριά Διποταμίτικα βέλη έπεφταν βροχή από τον ουρανό πιο πέρα. Ένα δεύτερο κύμα ήδη διέγραφε την τροχιά του. Καινούριες αστραπές έπεσαν μαζί με τα βέλη, καινούριες φωτιές ξεπήδησαν. Οι πεπλοφορεμένοι Σάιντο που έστριβαν για να αντιμετωπίσουν τους λύκους είχαν μόνο λίγες στιγμές για να συνειδητοποιήσουν πως δεν ήταν αυτή η μοναδική απειλή πριν οι γερές λόγχες των Αελιτών τους καρφώσουν πλάι στο σφυροκόπημα των Καιρχινών δοράτων.

Ο Πέριν γύμνωσε τον πέλεκύ του, έκοψε σε δυο κομμάτια έναν Σάιντο που ήταν στο δρόμο του και πήδηξε πάνω από τον άνδρα καθώς εκείνος έπεφτε. Έπρεπε να φτάσουν τον Ραντ· όλα εξαρτώνταν απ’ αυτό. Πλάι του, το μεγάλο τσεκούρι του Λόιαλ υψωνόταν και έπεφτε και ανέμιζε, ανοίγοντας ένα μονοπάτι. Ο Άραμ έμοιαζε να χορεύει με το σπαθί του, γελώντας καθώς πετσόκοβε όσους έβρισκε μπροστά του. Ο Πέριν δεν είχε χρόνο να σκεφτεί οποιονδήποτε άλλο. Χρησιμοποιούσε τον πέλεκυ του μεθοδικά· έκοβε ξύλα, όχι σάρκες· προσπαθούσε να μη βλέπει το αίμα που ξεχυνόταν, ακόμα κι όταν κάτι κόκκινο πιτσιλούσε το πρόσωπό του. Έπρεπε να φτάσει τον Ραντ. Άνοιγε πέρασμα μέσα σε θάμνους.

Ήταν προσηλωμένος μονάχα στον άνδρα που ήταν μπροστά του —τους θεωρούσε άνδρες ακόμα κι όταν το ύψος έλεγε πως ίσως ήταν Κόρες· δεν ήξερε αν θα μπορούσε να ανεβοκατεβάζει εκείνη τη ματοβαμμένη λεπίδα σαν μισοφέγγαρο αν επέτρεπε στον εαυτό του να σκεφτεί ότι την κατέβαζε σε μια γυναίκα— όμως υπήρχαν κι άλλα πράγματα που έμπαιναν στο βλέμμα του καθώς άνοιγε δρόμο προς τα μπρος. Το χτύπημα μιας ασημένιας αστραπής τίναξε στον αέρα μορφές ντυμένες με καντιν’σόρ, άλλες με τον πορφυρό κεφαλόδεσμο, άλλες χωρίς. Ένα άλλο αστροπελέκι γκρέμισε τον Ντομπραίν από το άλογό του· ο Καιρχινός σηκώθηκε όρθιος με κόπο, ανεμίζοντας το σπαθί γύρω του. Η φωτιά έπνιξε ένα κόμπο από Καιρχινούς και Αελίτες· οι άνδρες και τα άλογα έγιναν πυρσοί που ούρλιαζαν, όσοι μπορούσαν να ουρλιάξουν ακόμα.

Αυτά τα πράγματα πέρασαν μπροστά από τα μάτια του, όμως δεν άφησε τον εαυτό του να τα δει. Το μόνο που υπήρχε ήταν οι άνδρες μπροστά του και οι αγκαθωτοί θάμνοι, που έπρεπε να τους παραμερίσει ο πέλεκύς του και ο πέλεκυς του Λόιαλ και το σπαθί του Άραμ. Ύστερα είδε κάτι παρά την αυτοσυγκέντρωσή του. Ένα άλογο που σηκωνόταν στα πίσω πόδια, ένας καβαλάρης που τον έπεφτε από τη σέλα καθώς τον διαπερνούσαν οι Αελίτικες λόγχες. Ένας καβαλάρης με κόκκινο θώρακα. Ήταν εκεί κι άλλοι Φτερωτοί Φρουροί, μια ομάδα απ’ αυτούς, που τρυπούσαν με τα δόρατά τους, ενώ το λοφίο του Νουρέλ ανέμιζε πάνω από το κράνος του. Μια στιγμή μετά είδε την Κιρούνα, με πρόσωπο ατάραχο κι αδιάφορο, να δρασκελίζει σαν τη βασίλισσα των μαχών ένα μονοπάτι που της είχαν σκαλίσει τρεις Πρόμαχοι και τις φωτιές που ξεπηδούσαν από τα χέρια της. Ήταν εκεί και η Μπέρα, και πιο πέρα η Φήλντριν και η Μασούρι και... Τι στο Φως γύρευαν όλες αυτές εδώ; Κανονικά έπρεπε να είναι πίσω μαζί με τις Σοφές!

Κάπου από μπροστά ακούστηκε μια υπόκωφη έκρηξη, σαν βροντή που διαπερνούσε την οχλοβοή των ουρλιαχτών και των κραυγών. Μια στιγμή μετά, μια σχισμή φωτός εμφανίστηκε είκοσι μόλις βήματα μακριά του, κόβοντας αρκετούς άνδρες και ένα άλογο σαν πελώριο ξυράφι καθώς πλάταινε και γινόταν πύλη. Από κει μέσα πήδηξε ένας άνδρας με σπαθί και μαύρο σακάκι, και έπεσε κάτω με μια λόγχη των Σάιντο καρφωμένη στη μέση του, όμως μια στιγμή μετά άλλοι οκτώ ή εννιά πετάχτηκαν καθώς η πύλη έκλεινε και σχημάτισαν κύκλο γύρω από τον πεσμένο με τα σπαθιά τους. Όχι μόνο με τα σπαθιά τους. Μερικοί από τους Σάιντο που όρμηξαν πάνω τους έπεσαν από χτυπήματα των λεπίδων, όμως πολλοί απλώς λαμπάδιαζαν από τις φλόγες. Κεφάλια έσκαγαν σαν πεπόνια που έπεφταν σε πέτρα από μεγάλο ύψος. Περίπου εκατό βήματα πιο πέρα, του Πέριν του φάνηκε πως είδε άλλον έναν κύκλο ανδρών με μαύρα σακάκια, εν μέσω φωτιάς και θανάτου, όμως δεν είχε χρόνο να θαυμάσει. Οι Σάιντο κύκλωναν και τον ίδιο.