Έκατσε πλάτη με πλάτη με τον Λόιαλ και τον Άραμ και άρχισε να κόβει και να σπαθίζει απελπισμένα. Δεν υπήρχε πια δρόμος προς τα μπρος. Με δυσκολία έμενε όρθιος εκεί όπως ήταν. Το αίμα βροντούσε στα αυτιά του και άκουγε τον εαυτό του να παλεύει να ανασάνει. Άκουγε και τον Λόιαλ επίσης, που λαχάνιαζε σαν πελώρια φυσούνα. Ο Πέριν απέκρουσε μια λόγχη με τον πέλεκύ του, έκοψε έναν άλλο Αελίτη με το καρφί του πέλεκυ στη συνέχεια της κίνησής του, έπιασε την αιχμή μιας λόγχης με το χέρι του, χωρίς να δίνει σημασία στη ματωμένη χαρακιά που του άφησε, τσάκισε ένα πρόσωπο με μαύρο πέπλο. Δεν πίστευε ότι θα άντεχαν πολύ ακόμα. Κάθε ίνα του κορμιού του πάλευε να μείνει ζωντανή άλλη μια στιγμή. Σχεδόν κάθε ίνα. Μια άκρη του μυαλού του είχε την εικόνα της Φάιλε, και τη λυπημένη σκέψη ότι δεν θα μπορούσε να της ζητήσει συγγνώμη που δεν θα ξαναγυρνούσε.
Διπλωμένος σα δύο όλο πόνο μέσα στο σεντούκι, λαχανιασμένος, ο Ραντ ψηλαφούσε την ασπίδα ανάμεσα στον ίδιο και στην Πηγή. Βογκητά αιωρούνταν κόντρα στο Κενό, σκοτεινή οργή και καυτός φόβος που γλιστρούσαν στην άκρη του· δεν ήταν πια βέβαιος ποιο αίσθημα ήταν δικό του και ποιο του Λουζ Θέριν. Ξαφνικά η ανάσα του πάγωσε. Έξι σημεία, όμως το ένα ήταν σκληρό. Όχι μαλακό· σκληρό. Κι ύστερα και δεύτερο. Και τρίτο. Βραχνό γέλιο γέμισε τα αυτιά του· μετά από μια στιγμή κατάλαβε ότι αυτό ήταν δικό του. Και ο τέταρτος κόμπος σκλήρυνε. Ο Ραντ περίμενε, προσπαθώντας να πνίξει κάτι που ηχούσε ντροπιαστικά σαν παρανοϊκό κακάρισμα. Τα δύο τελευταία σημεία έμειναν μαλακά. Τα πνιχτά χαχανητά έσβησαν.
Θα το νιώσουν, βόγκηξε απελπισμένα ο Λουζ Θέριν. Θα το νιώσουν και θα φωνάξουν πίσω τις άλλες.
Ο Ραντ έγλειψε τα σκασμένα χείλια του με μια γλώσσα που ήταν σχεδόν εξίσου ξερή· όλη η υγρασία εντός του έμοιαζε να έχει καταλήξει στον ιδρώτα που τον μούλιαζε και έτσουζε τις πληγές του. Αν δοκίμαζε και αποτύχαινε, δεν θα ξανάχε άλλη ευκαιρία. Δεν μπορούσε να περιμένει. Ίσως ούτως ή άλλως να μην είχε άλλη ευκαιρία.
Επιφυλακτικά, τυφλά, ψηλάφισε τα τέσσερα σκληρά σημεία. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί, όπως και η ασπίδα δεν ήταν κάτι που μπορούσε να το νιώσει ή να το δει, όμως με κάποιον τρόπο μπορούσε να αισθανθεί γύρω από αυτό το τίποτα, να νιώσει τη μορφή του. Σαν κόμποι. Υπήρχε πάντα χώρος ανάμεσα στα σχοινιά ενός κόμπου, όσο σφιχτά κι αν τα τραβούσες, χάσματα ψιλότερα κι από τρίχα, όπου χωρούσε μόνο ο αέρας. Αργά, τόσο μα τόσο αργά, ψηλάφισε ένα από αυτά τα κενά, στριμώχτηκε μέσα από απειροελάχιστα διαστήματα ανάμεσα σε κάτι που έμοιαζε να μην είναι καν εκεί. Αργά. Πόση ώρα θα έκαναν οι άλλες για να γυρίσουν; Αν αναλάμβαναν πάλι πριν να βρει δρόμο μέσα σ’ αυτό το βασανιστικό λαβύρινθο... Αργά. Και ξαφνικά ένιωσε την Πηγή, σαν την είχε χαϊδέψει με το νύχι του· τη γυμνή ακρούλα ενός νυχιού. Το σαϊντίν ήταν ακόμα μακριά του —η ασπίδα ήταν ακόμα εκεί— αλλά ένιωσε την ελπίδα να αναβλύζει μέσα στον Λουζ Θέριν. Ελπίδα και δισταγμό. Δύο Άες Σεντάι κρατούσαν ακόμα ένα μέρος του φράγματος, έχοντας ακόμα αντίληψη του τι κρατούσαν.
Ο Ραντ δεν μπορούσε να εξηγήσει το τι έκανε μετά, παρ’ όλο που ο Λουζ Θέριν του είχε εξηγήσει το πώς· του είχε εξηγήσει σποραδικά ενώ στο χανόταν και ξαναρχόταν από τις τρελές φαντασίες του, ενώ άρχιζε και σταματούσε το παραλήρημα ότι του άξιζε να πεθάνει και φώναζε ότι δεν θα τις άφηνε να τον αποκόψουν. Ήταν σαν να είχε σφίξει σαν μυ αυτό που είχε περάσει από τον κόμπο, σαν να το είχε σφίξει όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο κόμπος αντιστάθηκε. Τρεμούλιασε. Κι ύστερα διαλύθηκε. Υπήρχαν μόνο πέντε. Το φράγμα λέπτυνε. Το ένιωσε να μικραίνει. Ένας αόρατος τοίχος που τώρα είχε πάχος μόνο πέντε τούβλα αντί για έξι. Οι δύο Άες Σεντάι θα το είχαν νιώσει κι αυτές, αν και ίσως να μην καταλάβαιναν τι ακριβώς συνέβαινε, ή πώς συνέβαινε. Όχι τώρα, παρακάλεσε ο Ραντ το Φως. Όχι ακόμα.
Γοργά, σχεδόν έξαλλα, επιτέθηκε με τη σειρά τους σε κάθε έναν από τους υπόλοιπους κόμπους. Χάθηκε και ο δεύτερος· η ασπίδα λέπτυνε. Τώρα ήταν γρηγορότερο, γρηγορότερο με κάθε κόμπο, σαν να μάθαινε το μονοπάτι που έπρεπε να περάσει, αν και κάθε φορά ήταν διαφορετικό· μπορεί οι Άες Σεντάι να μην ήξεραν τι έκανε, μα δεν θα κάθονταν με σταυρωμένα τα χέρια όσο μίκραινε η ασπίδα. Τώρα πραγματικά έξαλλα, ο Ραντ όρμηξε στον τέταρτο κόμπο. Έπρεπε να τον λύσει πριν έρθει στην ασπίδα και τέταρτη αδελφή· οι τέσσερις ίσως κατάφερναν να τον κρατήσουν ό,τι κι αν έκανε αυτός. Σχεδόν κλαίγοντας, πάλεψε να περάσει τα δαιδαλώδη στριφογυρίσματα, γλιστρώντας ανάμεσα από το τίποτα. Έσφιξε ξέφρενα, διαλύοντας τον κόμπο. Η ασπίδα παρέμενε, μα τώρα την κρατούσαν μόνο τρεις. Μακάρι να μπορούσε να κάνει αρκετά γρήγορα.