Όταν άπλωσε προς το σαϊντίν, το αόρατο φράγμα ήταν ακόμα εκεί μα δεν έμοιαζε πια φτιαγμένο από πέτρα ή τούβλο. Υποχώρησε όταν το έσπρωξε, λυγίζοντας από την πίεση που ασκούσε, λύγισε, λύγισε. Ξαφνικά κομματιάστηκε μπροστά του σαν σαπισμένο πανί. Η Δύναμη τον γέμισε και καθώς τον γέμιζε ο Ραντ έπιασε εκείνα τα τρία μαλακά σημεία και τα σύντριψε ανελέητα με γροθιές από Πνεύμα. Εκτός από αυτό, ακόμα μπορούσε να διαβιβάσει μόνο όπου μπορούσε να δει, και το μόνο που μπορούσε να δει, αμυδρά, ήταν το εσωτερικό του σεντουκιού, ό,τι μπορούσε να διακρίνει με το κεφάλι στριμωγμένο ανάμεσα στα γόνατα. Πριν καν τελειώσει με τις γροθιές από Πνεύμα, διαβίβασε Αέρα. Το σεντούκι εξερράγη από πάνω του μ’ ένα δυνατό πάταγο.
Ελεύθερος, είπε ο Λουζ Θέριν, και ήταν ο αντίλαλος της σκέψης του Ραντ. Ελεύθερος. Ή ίσως το αντίθετο.
Θα το πληρώσουν, μούγκρισε ο Λουζ Θέριν. Είμαι ο Άρχοντας τον Πρωινού.
Ο Ραντ ήξερε ότι τώρα έπρεπε να κινηθεί ακόμα πιο γρήγορα, να κινηθεί γοργά και βίαια, αλλά στην αρχή πάλεψε για να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση. Οι μύες που ξυλοκοπούνταν δυο φορές τη μέρα για πόσο καιρό τώρα, που στριμώχνονταν σε ένα σεντούκι κάθε μέρα, αυτοί οι μύες ούρλιαξαν καθώς ο Ραντ έσφιγγε τα δόντια και σηκωνόταν αργά στα χέρια και στα πόδια. Ήταν ένα απόμακρο ουρλιαχτό, το σώμα κάποιου άλλου που πονούσε, όμως δεν μπορούσε να κάνει το σώμα να κινηθεί πιο γρήγορα, όσο δυνατός κι αν ένιωθε με το σαϊντίν. Η αδειανοσύνη απομόνωνε τα συναισθήματα, όμως κάτι σαν πανικός προσπάθησε να χώσει πλοκάμια στο Κενό.
Βρισκόταν σε μια μεγάλη συστάδα από αραιά δένδρα, με πλατιές δέσμες φωτός να χώνονται από τα σχεδόν δίχως φύλλα κλαριά· σοκαρίστηκε καταλαβαίνοντας πως είχε ακόμα φως, πως ίσως να ήταν μεσημέρι. Έπρεπε να κινηθεί· θα έρχονταν κι άλλες Άες Σεντάι. Δύο κείτονταν στο έδαφος κοντά του, μοιάζοντας λιπόθυμες, η μια με μια βαθιά κοψιά στο μέτωπο που αιμορραγούσε. Η τρίτη, μια γυναίκα με κοκαλιάρικο κορμί, είχε πέσει στα γόνατα ατενίζοντας το κενό, σφίγγοντας το κεφάλι με τα δύο χέρια, ουρλιάζοντας. Δεν φαινόταν να την είχαν αγγίξει τα θραύσματα του σεντουκιού. Ο Ραντ δεν αναγνώριζε καμιά τους. Λυπήθηκε για μια στιγμή που δεν ήταν η Γκαλίνα ή η Έριαν αυτές που είχε σιγανέψει — δεν ήταν σίγουρος ότι αυτό σκόπευε να κάνει· ο Λουζ Θέριν έλεγε και ξανάλεγε ότι σκόπευε να σιγανέψει όλες αυτές που τον είχαν φυλακίσει· ο Ραντ ευχόταν να ήταν δική του ιδέα κι όχι του άλλου, όσο βιαστική κι αν ήταν— και μετά είδε άλλη μια μορφή ξαπλωμένη στο χώμα κάτω από τα κομμάτια του σεντουκιού. Φορούσε ροζ σακάκι και παντελόνι.
Η γυναίκα με το κοκαλιάρικο κορμί ούτε τον κοίταξε ούτε σταμάτησε να τσιρίζει ακόμα κι όταν την έριξε στο χαμηλό πέτρινο πεζούλι του πηγαδιού καθώς την προσπερνούσε. Αναρωτήθηκε απελπισμένα γιατί κανένας δεν ανταποκρινόταν στις κραυγές της Άες Σεντάι. Ζυγώνοντας τη Μιν, αντελήφθηκε τα αστροπελέκια που χιμούσαν από τον ουρανό και τις πύρινες σφαίρες που έσκαγαν ψηλά. Μύρισε ξύλο που καιγόταν, άκουσε άνδρες να κραυγάζουν και να ουρλιάζουν, κλαγγή μετάλλου, τον αχό της μάχης. Δεν τον ένοιαζε αν ήταν η Τάρμον Γκάι’ντον. Αν είχε σκοτώσει τη Μιν... Τη γύρισε απαλά από την άλλη.
Μετά μαύρα μάτια τον κοίταξαν. «Ραντ», είπε απαλά. «Ζεις. Φοβόμουν να κοιτάξω. Ακούστηκε ένα φριχτό μουγκρητό, και παντού πετάχτηκαν κομμάτια ξύλου, και αναγνώρισα ένα κομμάτι του σεντουκιού, και...» Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. «Νόμιζα ότι σε είχαν... Φοβόμουν μήπως ήσουν...» Σκουπίζοντας το πρόσωπό της με τα δεμένα χέρια της, πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν δεμένοι και οι αστράγαλοι της. «Δεν με λύνεις, βοσκέ, να κάνεις και μια πύλη να φύγουμε από δω; Αλλά μη με λύσεις καν. Ρίξε με στον ώμο σου και πάμε να φύγουμε».
Εκείνος χειρίστηκε επιδέξια τη Φωτιά, κόβοντας τα σχοινιά που την έδεναν. «Δεν είναι τόσο απλό, Μιν». Δεν ήξερε καθόλου αυτό το μέρος· μια πύλη που θα άνοιγε εδώ δεν ήξερες πού θα σε έβγαζε. Αν μπορούσε καν να ανοίξει πύλη. Ο πόνος και η εξάντληση έσπρωχναν τα όρια του Κενού. Δεν ήταν σίγουρος πόση Δύναμη μπορούσε να αντλήσει. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι ένιωθε να διαβιβάζουν σαϊντίν προς κάθε κατεύθυνση. Μέσα από τα δέντρα, πέρα από τις πυρπολημένες άμαξες, έβλεπε Αελίτες να πολεμούν με Προμάχους και τους στρατιώτες με τα πράσινα σακάκια του Γκάρεθ, να τους απωθούν η φωτιά και οι αστραπές των Άες Σεντάι, αλλά αυτοί να επιτίθενται ξανά. Με κάποιον τρόπο ο Τάιμ τον είχε βρει και είχε φέρει στρατιώτες Άσα’μαν και Αελίτες. «Ακόμα δεν μπορώ να φύγω. Φαίνεται πως κάποιοι φίλοι ήρθαν για μένα. Μην ανησυχείς· θα σε προστατεύσω».
Μια διχαλωτή ασημένια πυρά έσχισε ένα δένδρο στην άκρη της συστάδας, τόσο κοντά που τα μαλλιά του Ραντ ανακατώθηκαν. Η Μιν τινάχτηκε. «Φίλοι», μουρμούρισε, τρίβοντας τους καρπούς της.