Выбрать главу

Μια ντουζίνα Αελίτες, που ο καθένας έφτανε στο ύψος τον Ραντ ή μπορεί και να τον ξεπερνούσε, άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του. Δεν φορούσαν το κόκκινο. Τους περιεργάστηκε με περιέργεια ώσπου, φτάνοντας ένα βήμα πιο πέρα, ένας απ’ αυτούς σήκωσε τη λόγχη του ανάποδα σαν ρόπαλο. Ο Ραντ διαβίβασε και η φωτιά χίμηξε στους δώδεκα θαρρείς από το πουθενά. Καρβουνιασμένα, στραβά σώματα κατρακύλησαν στα πόδια του.

Ξαφνικά ο Γκάγουιν εμφανίστηκε να τραβά τα γκέμια ενός ρούσσου επιβήτορα δέκα βήματα μπροστά του, με το σπαθί στο χέρι και είκοσι άνδρες με πράσινα σακάκια να τον ακολουθούν κατά πόδας. Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν, και ο Ραντ προσευχήθηκε να μην αναγκαζόταν να κάνει κακό στον αδελφό της Ηλαίην.

«Μιν», είπε βραχνά ο Γκάγουιν, «μπορώ να σε πάρω από δω».

Εκείνη κοίταξε πάνω από τον ώμο του Ραντ για να κουνήσει το κεφάλι της· κρατιόταν πάνω του τόσο σφιχτά που ο Ραντ σκέφτηκε πως δεν θα μπορούσε να την ξεκολλήσει ακόμα κι αν το ήθελε. «Θα μείνω μαζί του, Γκάγουιν. Γκάγουιν, η Ηλαίην τον αγαπά».

Με τη Δύναμη μέσα του, ο Ραντ είδε τα δάχτυλα του άλλου να ασπρίζουν πάνω στη λαβή του σπαθιού του. «Τζισάο», είπε ανέκφραστα. «Συγκέντρωσε τα Παλικαράκια. Θα ανοίξουμε δρόμο να φύγουμε από δω». Αν η φωνή του ήταν ανέκφραστη πριν, τώρα ήταν σαν φωνή πεθαμένου. «Αλ’Θόρ, μια μέρα θα σε δω να πεθαίνεις». Χτύπησε το άλογο με τις φτέρνες του και έφυγε καλπάζοντας, ενώ κραύγαζαν όλοι μαζί, «Παλικαράκια!» με στεντόρεια φωνή, ενώ κι άλλοι άνδρες με πράσινα σακάκια άνοιγαν δρόμο για να ενωθούν μαζί τους με κάθε δρασκελιά.

Ένας άνδρας με μαύρο σακάκι όρμηξε μπροστά στον Ραντ, κοιτώντας τον Γκάγουιν που έφευγε, και το έδαφος εξερράγη με ένα πίδακα φωτιάς και χώματος που αναποδογύρισε πεντ’ έξι άλογα καθώς έφταναν στις άμαξες. Ο Ραντ είδε τον Γκάγουιν να ταρακουνιέται στη σέλα μια στιγμή πριν ρίξει στο χώμα με ένα απελατίκι από Αέρα τον άνδρα με το μαύρο σακάκι. Δεν ήξερε τον σκληροπρόσωπο νεαρό που του γρύλισε, όμως ο άνθρωπος φορούσε τόσο το σπαθί όσο και τον Δράκοντα στο ψηλό κολάρο του, και τον γέμιζε το σαϊντίν.

Μέσα σε μια στιγμή, όπως φάνηκε, ο Τάιμ βρέθηκε εκεί, με γαλαζόχρυσους Δράκοντες πλεγμένους στα μανίκια του μαύρου σακακιού του, κοιτώντας τον νεαρό. Το κολάρο του δεν είχε καμία από τις δύο καρφίτσες. «Δεν φαντάζομαι να χτυπήσεις τον Αναγεννημένο Δράκοντα, Γκέντγουυν», είπε ο Τάιμ, με φωνή μαλακή και σκληρή συνάμα, και ο σκληροπρόσωπος νεαρός σηκώθηκε όρθιος και χαιρέτησε στρατιωτικά με τη γροθιά στην καρδιά.

Ο Ραντ κοίταξε εκεί που ήταν πριν ο Γκάγουιν, όμως το μόνο που έβλεπε ήταν μια μεγάλη ομάδα ανδρών με το λάβαρο του Λευκού Αγριόχοιρου να ανοίγουν δρόμο με μακελειό μέσα στους Αελίτες που τους κύκλωναν, ενώ κι άλλοι άνδρες με πράσινα σακάκια μάχονταν για να τους πλησιάσουν και να ενωθούν μαζί τους.

Ο Τάιμ στράφηκε προς τον Ραντ, με κείνο το σχεδόν χαμόγελο στα χείλη. «Υπό τις συνθήκες αυτές, ελπίζω να μην το θεωρήσεις σε βάρος μου που παραβίασα την εντολή σου και τα έβαλα με Άες Σεντάι. Είχα λόγο να σε επισκεφθώ στην Καιρχίν, και...» Σήκωσε τους ώμους. «Έχεις τα χάλια σου. Επίτρεψέ μου να—» Τα χείλη του που είχαν στραβώσει ελαφρώς τώρα ίσιωσαν όταν ο Ραντ έκανε πίσω για να απομακρυνθεί από το απλωμένο χέρι του, τραβώντας μαζί του τη Μιν. Εκείνη κρατιόταν από πάνω του πιο σφιχτά από ποτέ.

Ο Λόιαλ είχε αρχίσει να μαίνεται ότι έπρεπε να τον σκοτώσει όπως έκανε πάντα όποτε εμφανιζόταν ο Τάιμ, παραληρώντας για τους Αποδιωγμένους και ότι έπρεπε να τους σκοτώσει όλους, όμως ο Ραντ έπαψε να ακούει, και περιτοίχισε τον άλλο ώστε να ηχεί σαν το βούισμα μύγας. Ήταν ένα τέχνασμα που είχε μάθει μέσα στο σεντούκι, τότε που δεν είχε τίποτα να κάνει παρά μόνο να ψηλαφεί την ασπίδα και να ακούει μια φωνή στο μυαλό του που συνήθως ήταν παράφρονη. Αλλά, ασχέτως του τι έλεγε ο Λουζ Θέριν, ο Ραντ δεν ήθελε να τον Θεραπεύσει ο Τάιμ. Σκεφτόταν ότι αν ποτέ τον άγγιζε ο Τάιμ με τη Δύναμη, όσο αθώα κι αν το έκανε, ο Ραντ θα τον σκότωνε.

«Όπως επιθυμείς», είπε σαρκαστικά ο άνδρας με τη γερακίσια μύτη. «Πιστεύω πως έχω ασφαλίσει το στρατόπεδο».

Έμοιαζε να είναι αλήθεια. Το έδαφος ήταν σπαρμένο πτώματα, όμως μόνο σε λίγα μέρη εντός του κύκλου των αμαξών υπήρχαν άνδρες που πολεμούσαν ακόμα. Ένας θόλος από Αέρα κάλυψε ξαφνικά ολόκληρο το στρατόπεδο, με τον καπνό από τις φωτιές να ανεβαίνει σε μια τρύπα που είχε μείνει ανοιχτή στην κορυφή. Δεν ήταν μια συμπαγής ύφανση από σαϊντίν· ο Ραντ μπορούσε να δει πώς εφάρμοζαν μεταξύ τους οι ξεχωριστές υφάνσεις για να τον σχηματίσουν. Ένα χαλάζι από αστραπή και φωτιά έπεσε σε κείνο το φράγμα και εξερράγη δίχως κίνδυνο. Ο ουρανός έμοιαζε να τριζοβολά και να καίγεται· ο αδιάκοπος βρυχηθμός του γέμιζε τον αέρα. Σισβαϊ’αμάν και Κόρες με πορφυρά πανάκια να κρέμονται από τα μπράτσα τους στέκονταν στο αόρατο γι’ αυτούς τείχος, έχοντας γίνει ένα με τους Μαγενούς και τους Καιρχινούς, που πολλοί ήταν κι αυτοί πεζοί. Από την άλλη μεριά, μια συμπαγής μάζα από Σάιντο κοίταζαν το αόρατο οδόφραγμα που τους εμπόδιζε να φτάσουν τους εχθρούς τους· μερικοί έκαναν να το τρυπήσουν με λόγχες ή εξακοντίζοντας πάνω του το σώμα τους. Οι λόγχες έβρισκαν εμπόδιο, και τα κορμιά αναπηδούσαν προς τα πίσω. Μέσα στο θόλο, οι τελευταίες μάχες σταμάτησαν ενώ ο Ραντ ακόμα κοίταζε. Μπροστά στα μάτια μιας χούφτας από άνδρες και Κόρες που έφεραν το πορφυρό σημάδι, οι αφοπλισμένοι Σάιντο έβγαζαν τα ρούχα τους με απαθή πρόσωπα· αν είχαν συλληφθεί εν μάχη, θα φορούσαν το λευκό των γκαϊ’σάιν για ένα χρόνο και μια μέρα ακόμα κι αν οι Σάιντο με κάποιον τρόπο κατάφερναν να καταλάβουν το στρατόπεδο. Οι Καιρχινοί και οι Μαγενοί πρόσφεραν σκοπούς για μια μεγάλη ομάδα θυμωμένους Προμάχους και Παλικαράκια μαζί με φοβισμένους υπηρέτες· υπήρχαν τόσοι φρουροί όσοι και αιχμάλωτοι. Περίπου δώδεκα Άες Σεντάι είχαν θωρακιστεί από ίσο αριθμό Άσα’μαν που φορούσαν το σπαθί και το Δράκοντα. Οι Άες Σεντάι έδειχναν άρρωστες, φοβισμένες. Ο Ραντ αναγνώρισε τρεις, αν και η Νεσούνε ήταν η μόνη της οποίας το όνομα ήξερε. Δεν αναγνώριζε κανέναν από τους Άσα’μαν δεσμοφύλακές τους. Μερικές από τις γυναίκες που είχε θωρακίσει και ρίξει αναίσθητες ο Ραντ, είχαν μεταφερθεί δίπλα στις άλλες που ήταν αιχμάλωτες, και μερικές είχαν αρχίσει να σαλεύουν, ενώ Αφοσιωμένοι που έφεραν το ασημένιο σπαθί στο κολάρο και στρατιώτες με μαύρα σακάκια χρησιμοποιούσαν το σαϊντίν για να σύρουν κι άλλες στο έδαφος και να τις απλώσουν στην ίδια σειρά. Μερικοί απ’ αυτούς έφεραν από τη συστάδα τις δυο αναίσθητες Άες Σεντάι και τη γυναίκα με το κοκαλιάρικο κορμί· ούρλιαζε ακόμα. Όταν τις έβαλαν με τις άλλες, κάποιες Άες Σεντάι γύρισαν απότομα από την άλλη και έκαναν εμετό.