Выбрать главу

Υπήρχαν κι άλλες Άες Σεντάι παρούσες, με Πρόμαχους ολόγυρα, που τις παρακολουθούσαν άνδρες με μαύρα σακάκια αν και δεν ήταν θωρακισμένες· αυτές κοίταζαν τους Άσα’μαν με την ανησυχία που τους κοίταζαν και οι άλλες που βρίσκονταν υπό φρούρηση. Κοίταζαν επίσης και τον Ραντ, και προφανώς θα τον πλησίαζαν αν δεν ήταν οι Άσα’μαν. Ο Ραντ τους αντιγύρισε την άγρια ματιά. Η Αλάνα ήταν εκεί· δεν ήταν παραισθήσεις εκείνα στο μυαλό του, λοιπόν. Δεν αναγνώριζε όλες τις συντρόφισσες της, αλλά ήξερε αρκετές. Ήταν συνολικά εννιά. Εννιά. Ξαφνική οργή λυσσομάνησε έξω από το Κενό, και το βουητό μύγας του Λουζ Θέριν δυνάμωσε.

Εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα δεν ξαφνιάστηκε καθόλου βλέποντας τον Πέριν να έρχεται παραπατώντας, με το πρόσωπο και τη γενειάδα μέσα στα αίματα, ακολουθούμενος από τον Λόιαλ που κούτσαινε μ’ ένα πελώριο πέλεκυ, και ένα παλικάρι με αστραφτοβόλα μάτια που θα έμοιαζε με Μάστορα με το λαμπερό κόκκινο σακάκι του, αν και κρατούσε ένα σπαθί, κατακόκκινο από τη μια άκρη ως την άλλη. Ο Ραντ παραλίγο θα γυρνούσε να δει μήπως ήταν πουθενά εκεί γύρω και ο Ματ. Είδε τον Ντομπραίν, πεζό, μ’ ένα σπαθί στο ένα χέρι και το κοντάρι του πορφυρού λάβαρου του Ραντ στο άλλο. Η Ναντέρα πλησίασε τον Πέριν και άφησε το πέπλο της να πέσει, και μαζί της άλλη μια Κόρη την οποία ο Ραντ στην αρχή παραλίγο δεν θα τη γνώριζε. Χάρηκε ξαναβλέποντας τη Σούλιν να φορά καντιν’σόρ.

«Ραντ», είπε με κομμένη την ανάσα ο Πέριν, «δόξα στο Φως που είσαι ακόμα ζωντανός. Θέλαμε να φτιάξεις πύλη για να διαφύγουμε, όμως όλα μπερδεύτηκαν. Ο Ρούαρκ και οι περισσότεροι Αελίτες είναι ακόμα έξω ανάμεσα στους Σάιντο, το ίδιο οι περισσότεροι Μαγενοί και Καιρχινοί, και δεν ξέρω τι απέγιναν οι Διποταμίτες και οι Σοφές. Οι Άες Σεντάι υποτίθεται πως θα έμεναν μαζί τους, αλλά...» Ακούμπησε την κεφαλή του πέλεκυ στο χώμα και έγειρε στο κοντάρι λαχανιασμένος· έδειχνε ότι ίσως σωριαζόταν χωρίς αυτό το στήριγμα.

Μπροστά στο φράγμα εμφανίστηκαν έφιπποι άνδρες, όπως επίσης και Αελίτες με πορφυρό κεφαλόδεσμο και Κόρες με πορφυρά πανιά να κρέμονται από τα μπράτσα τους. Το φράγμα τους κρατούσε κι αυτούς απ’ έξω. Όπου εμφανίζονταν, οι Σάιντο χιμούσαν πάνω τους και τους κατάπιναν.