«Κατέβασε το θόλο», διέταξε ο Ραντ. Ο Πέριν, κάτι παράξενο, αναστέναξε με ανακούφιση, Τι νόμιζε, ότι ο Ραντ θα άφηνε τους δικούς του ανθρώπους να σφαγιαστούν; Όμως αναστέναξε και ο Λόιαλ επίσης. Μα το Φως, τι γνώμη είχαν γι’ αυτόν; Η Μιν έτριψε την πλάτη του, μουρμουρίζοντας παρηγορητικά μέσα από τα δόντια της. Για κάποιο λόγο, ο Πέριν της έριξε μια ξαφνιασμένη ματιά.
Ο Τάιμ μπορεί να είχε δοκιμάσει έκπληξη, αλλά όχι πάντως ανακούφιση. «Άρχοντα Δράκοντα», είπε με τεταμένη φωνή, «θα έλεγα ότι υπάρχουν ακόμα αρκετές εκατοντάδες γυναίκες του Σάιντο εκεί έξω, που κάποιες απ’ αυτές δεν είναι καθόλου αμελητέες, όπως φαίνεται. Για να μην αναφέρω μερικές χιλιάδες Σάιντο με λόγχες. Αν δεν θέλεις να μάθεις στ’ αλήθεια αν είσαι αθάνατος, προτείνω να περιμένουμε μερικές ώρες ώσπου να μάθουμε το μέρος αρκετά καλά ώστε να ανοίξουμε πύλες με κάποια βεβαιότητα για το πού θα βγάλουν, και ύστερα να φύγουμε. Οι μάχες έχουν απώλειες. Έχασα αρκετούς καλούς στρατιώτες σήμερα, εννιά άνδρες που θα είναι πιο δύσκολο να αντικατασταθούν απ’ όσο θα ήταν να αντικατασταθεί ο όποιος αριθμός άτακτων Αελιτών. Όποιος πεθάνει εκεί έξω, θα πεθάνει για τον Αναγεννημένο Δράκοντα». Αν είχε προσέξει τη Ναντέρα ή τη Σούλιν, ίσως μαλάκωνε λιγάκι τον τόνο του και ίσως διάλεγε τα λόγια του με περισσότερη προσοχή. Τα δάχτυλά τους πετάρισαν με χειρομιλία· έδειχναν έτοιμες να τον σκοτώσουν επιτόπου.
Ο Πέριν σηκώθηκε όρθιος, στυλώνοντας τα κίτρινα μάτια του στον Ραντ, σθεναρός και ανήσυχος μαζί. «Ραντ, ακόμα κι αν ο Ντάνιλ και οι Σοφές έμειναν πίσω όπως ήταν ορισμένο, δεν θα φύγουν όσο βλέπουν αυτό το πράγμα». Έδειξε το θόλο από πάνω του, όπου η φωτιά και οι αστραπές σχημάτιζαν ένα συνεχές φύλλο φωτός. «Αν καθίσουμε ώρες εδώ, οι Σάιντο κάποια στιγμή θα στραφούν εναντίον τους, αν δεν το έχουν ήδη κάνει. Μα το Φως, Ραντ! Ο Νταν και ο Μπαν και ο Γουίλ και ο Τελ... Είναι εκεί έξω η Άμυς, και η Σούλιν, και...! Που να καείς, Ραντ, ήδη έχουν σκοτωθεί περισσότεροι για σένα απ’ ό,τι ξέρεις!» Ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τουλάχιστον άσε με να βγω έξω. Αν μπορέσω να φτάσω ως εκεί, θα τους πω ότι ζεις και ότι μπορούν να υποχωρήσουν πριν σκοτωθούν».
«Οι δυο μας θα ξεγλιστρήσουμε», είπε ήσυχα ο Λόιαλ, ζυγιάζοντας τον πελώριο πέλεκύ του. «Δύο άτομα θα έχουν περισσότερες πιθανότητες». Ο Μάστορας απλώς χαμογέλασε, μα με ενθουσιασμό σχεδόν.
«Θα πω να ανοίξουν ένα σημείο στο φράγμα», άρχισε να λέει ο Τάιμ, όμως ο Ραντ τον διέκοψε απότομα.
«Όχι!» Όχι για τους ανθρώπους από τους Δύο Ποταμούς. Δεν μπορούσε δείξει ότι ανησυχούσε γι’ αυτούς περισσότερο απ’ όσο για τις Σοφές. Η αλήθεια ήταν ότι έπρεπε να δείξει πως ανησυχούσε λιγότερο. Ήταν εκεί έξω η Άμυς; Οι Σοφές δεν έπαιρναν ποτέ μέρος στη μάχη· βάδιζαν απείραχτες ανάμεσα σε μάχες και βεντέτες. Είχαν καταπατήσει το έθιμο τους, αν όχι το νόμο τους, ερχόμενες γι’ αυτόν. Ήταν εξίσου απρόθυμος να ξαναστείλει τον Πέριν σε κείνο το χαμό όσο και να τις εγκαταλείψει. Αλλά δεν θα το έκανε για τις Σοφές ή για τον κόσμο από τους Δύο Ποταμούς. «Η Σεβάνα θέλει το κεφάλι μου, Τάιμ. Φαίνεται νόμισε ότι μπορούσε να το αποκτήσει σήμερα». Η δίχως συναισθήματα χροιά που έδινε το Κενό στη φωνή του ήταν πολύ ταιριαστή. Έκανε τη Μιν να ανησυχεί, όμως, η οποία το χάιδευε την πλάτη σαν να ήθελε να τον ηρεμήσει. «Θα της δείξω το σφάλμα της. Σου είπα να φτιάξεις όπλα, Τάιμ. Δείξε μου πόσο θανατηφόρα είναι. Διέλυσε τους Σάιντο. Τσάκισε τους».
«Όπως προστάζεις». Αν ο Τάιμ ήταν παγωμένος πριν, τώρα ήταν σωστή πέτρα.
«Σήκωσε το λάβαρό μου να το βλέπουν όλοι», πρόσταξε ο Ραντ. Τουλάχιστον αυτό θα έλεγε σε όλους εκεί έξω σε ποιου τα χέρια ήταν το στρατόπεδο. Ίσως οι Σοφές και οι Διποταμίτες να οπισθοχωρούσαν όταν το έβλεπαν.
Τα αυτιά του Λόιαλ σάλεψαν ανήσυχα και ο Πέριν άρπαξε τον Ραντ από το μπράτσο καθώς ο Τάιμ απομακρυνόταν. «Ραντ, είδα τι κάνουν. Είναι...» Παρά το ματωμένο πρόσωπό του και το ματωμένο πέλεκυ του, φαινόταν αηδιασμένος.
«Τι θα ήθελες να κάνω;» απαίτησε να μάθει ο Ραντ. «Τι άλλο μπορώ να κάνω;»
Το χέρι του Πέριν έπεσε, κι αυτός αναστέναξε. «Δεν ξέρω. Αλλά δεν είμαι υποχρεωμένος να μου αρέσει».
«Γκρέηντυ, ύψωσε το Λάβαρο του Φωτός!» φώναξε ο Τάιμ, και η Δύναμη έκανε τη φωνή του να μπουμπουνίσει. Με ροές Αέρα, ο Τζουρ Γκρέηντυ πήρε το πορφυρό λάβαρο από το χέρι του έκπληκτου Ντομπραίν και το ύψωσε ψηλά μέσα από την τρύπα βάζοντάς το στην κορυφή του θόλου. Φωτιά ξέσπασε γύρω του και αστραπές έπεσαν καθώς το αστραφτερό πορφυρό χρώμα υψωνόταν ανάμεσα από τα σύννεφα καπνού των φλεγόμενων αμαξών. Ο Ραντ αναγνώρισε μερικούς από τους άνδρες με τα μαύρα σακάκια, αλλά ήξερε λίγα ονόματα εκτός από του Τζουρ. Τον Ντάμερ και τον Φέντγουιν και τον Έμπερ, τον Τζάχαρ και τον Τόρβιλ· απ’ αυτούς, μόνο ο Τόρβιλ φορούσε τον Δράκοντα στο κολάρο.