Выбрать главу

«Άσα’μαν, σχηματίστε γραμμή μάχης!» μπουμπούνισε ο Τάιμ.

Άνδρες με μαύρα σακάκια όρμηξαν για να πάρουν θέση ανάμεσα στο φράγμα και σε όλους τους άλλους, όλοι εκτός από τον Τζουρ και εκείνους που παρακολουθούσαν τις Άες Σεντάι. Με εξαίρεση τη Νεσούνε, που κοίταζε με προσοχή τα πάντα, οι αδελφές του Πύργου είχαν πέσει αποκαρδιωμένες στα γόνατα και ούτε που κοίταζαν τους άνδρες που τις κρατούσαν θωρακισμένες, ενώ ακόμα και η Νεσούνε έδειχνε ότι ήθελε να κάνει εμετό. Οι περισσότερες της ομάδας του Σαλιντάρ κοίταζαν ψυχρά τους Άσα’μαν που τις φρουρούσαν, αν και μερικές φορές έστρεφαν εκείνα τα παγωμένα βλέμματα στον Ραντ. Η Αλάνα κοίταζε μόνο τον Ραντ. Αυτός συνειδητοποίησε ότι το δέρμα του τον γαργαλούσε ανεπαίσθητα· για να το νιώθει από αυτή την απόσταση, πρέπει όλες να είχαν αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Ευχήθηκε να είχαν αρκετό μυαλό για να μην διαβιβάσουν· οι άνδρες που τις φρουρούσαν ήταν ξέχειλοι από σαϊντίν και έδειχναν να έχουν την ένταση που είχαν οι Πρόμαχοι που άγγιζαν τα σπαθιά τους.

«Άσα’μαν, σηκώστε δύο απλωσιές το φράγμα!» Με την προσταγή του Τάιμ, οι άκρες του θόλου σηκώθηκαν περιμετρικά. Οι έκπληκτοι Σάιντο που πίεζαν αυτό που δεν μπορούσαν να δουν έπεσαν προς τα μπρος. Συνήρθαν αμέσως, μια μάζα με μαύρα πέπλα που χίμηξε μπροστά, όμως πρόφτασαν να κάνουν μόνο ένα βήμα πριν την επόμενη φωνή του Τάιμ. «Άσα’μαν, σκοτώστε!»

Η πρώτη σειρά των Σάιντο εξερράγη. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να το περιγράψεις. Οι μορφές που φορούσαν καντιν’σόρ διαλύονταν με πίδακες αίματος και σάρκας. Οι ροές του σαϊντίν μπήκαν μέσα σε κείνη την πυκνή αχλύ, χόρεψαν από μορφή σε μορφή εν ριπή οφθαλμού, και πέθανε και η δεύτερη σειρά των Σάιντο, κι ύστερα η επόμενη, και η μεθεπόμενη, λες και χώνονταν μέσα σε μια πελώρια κρεατομηχανή. Βλέποντας τη σφαγή, ο Ραντ ξεροκατάπιε. Ο Πέριν έσκυψε για να αδειάσει το στομάχι του, και ο Ραντ τον καταλάβαινε. Άλλη μια σειρά Σάιντο πέθαναν. Η Ναντέρα έκρυψε τα μάτια ης με το χέρι και η Σούλιν γύρισε την πλάτη. Τα ματωμένα απομεινάρια των ανθρώπινων όντων σχημάτιζαν σιγά-σιγά ένα τείχος.

Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτό. Ανάμεσα σε μια έκρηξη θανάτου και την επόμενη, οι Σάιντο που ήταν μπροστά άρχισαν ξαφνικά να παλεύουν για να κάνουν πίσω, πέφτοντας με βία στη μάζα που χιμούσε μπροστά. Το μπερδεμένο κουβάρι διαλύθηκε και όλοι υποχώρησαν. Ή μάλλον το έβαλαν στα πόδια. Η βροχή της φωτιάς και των αστραπών που έπεφτε στο θόλο καταλάγιασε.

«Άσα’μαν», αντήχησε η φωνή του Τάιμ, «κυλιόμενος δακτύλιος Γης και Φωτιά!»

Κάτω από τα πόδια των Σάιντο που ήταν πιο κοντά στις άμαξες το έδαφος ξαφνικά ξέσπασε με σιντριβάνια φωτιάς και χώματος, τινάζοντας άνδρες προς κάθε κατεύθυνση. Ενώ τα κορμιά ήταν ακόμα στον αέρα, κι άλλοι πύρινοι πίδακες όρμηξαν από το έδαφος, κι ακόμα περισσότεροι, σχηματίζοντας έναν επεκτεινόμενο κύκλο ολόγυρα από τις άμαξες, κυνηγώντας τους Σάιντο πενήντα βήματα, εκατό, διακόσια. Το μόνο που υπήρχε εκεί πέρα τώρα ήταν ο πανικός και ο θάνατος. Οι Σάιντο πέταξαν ασπίδες και λόγχες. Ο θόλος από πάνω ήταν καθαρός με εξαίρεση τον καπνό που υψωνόταν από τις φλεγόμενες άμαξες.

«Σταμάτα!» Ο βρυχηθμός των εκρήξεων κατάπιε τη φωνή του Ραντ με την ευκολία που κατάπινε τις κραυγές των ανδρών. Ύφανε τις ροές που είχε χρησιμοποιήσει ο Τάιμ. «Σταμάτα το, Τάιμ!» Η φωνή του έπεσε παντού σαν βροντή.

Αλλος ένας δακτύλιος εκρήξεων εμφανίστηκε, και ο Τάιμ φώναξε, «Άσα’μαν, ανάπαυση!»

Για μια στιγμή μια εκκωφαντική σιωπή απλώθηκε στον αέρα. Τα αυτιά του Ραντ κουδούνιζαν. Κι ύστερα μπόρεσε να ακούσει κραυγές και βογκητά. Οι τραυματισμένοι σάλευαν ανάμεσα στους σωρούς των νεκρών. Και πιο πέρα οι Σάιντο έτρεχαν, αφήνοντας πίσω σκόρπιες ομάδες από σισβαϊ’αμάν και Κόρες με κόκκινα πανιά στα μπράτσα, Καιρχινούς και Μαγενούς, που μερικοί ήταν ακόμα στα άλογά τους. Αυτοί σχεδόν διστακτικά άρχισαν να πλησιάζουν τις άμαξες, ενώ μερικοί Αελίτες κατέβαζαν τα πέπλα τους. Με τη Δύναμη να δυναμώνει την όραση του, ο Ραντ διέκρινε τον Ρούαρκ, που κούτσαινε και το ένα χέρι του κρεμόταν σαν παράλυτο, μα ήταν όρθιος. Και πιο πέρα, υπήρχε μια μεγάλη ομάδα γυναικών με φαρδιά σκούρα φουστάνια και ανοιχτόχρωμες μπλούζες, που τις συνόδευαν άνδρες με σακάκια των Δύο Ποταμών που κρατούσαν μεγάλα τόξα. Ήταν τόσο μακριά που ο Ραντ δεν διέκρινε πρόσωπα, αλλά από τον τρόπο που οι Διποταμίτες ατένιζαν τους Σάιντο που το έσκαγαν, φαινόταν πως ήταν κι αυτοί αποσβολωμένοι.

Μια μεγάλη αίσθηση ανακούφισης πλημμύρισε τον Ραντ, αν και όχι τόσο μεγάλη που να σταματήσει το μακρινό ανακάτωμα στο στομάχι του. Η Μιν είχε κολλήσει το πρόσωπό της στο πουκάμισο του· έκλαιγε σιγανά. Της έσιαξε τα μαλλιά. «Άσα’μαν», είπε, και δεν ήταν ποτέ τόσο χαρούμενος που το Κενό έδιωχνε τα συναισθήματα από τη φωνή του, «τα πήγατε πολύ καλά. Σε συγχαίρω, Τάιμ». Γύρισε από την άλλη για να μη βλέπει πια το μακελειό, σχεδόν χωρίς να ακούει τις κραυγές «Άρχοντα Δράκοντα!» και «Άσα’μαν!» που ακούστηκαν βροντερές από τους άνδρες με τα μαύρα σακάκια.