Выбрать главу

Όταν ξαναγύρισε, είδε τις Άες Σεντάι. Η Μεράνα ήταν μακριά, τελευταία, όμως η Αλάνα στεκόταν σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο μπροστά του πλάι σε δύο Άες Σεντάι τις οποίες ο Ραντ δεν αναγνώρισε.

«Καλά τα πήγες», είπε μια από τις δύο, εκείνη με το τετράγωνο πρόσωπο. Μια αγρότισσα, με αγέραστο πρόσωπο και βλέμμα που μόλις κατάφερνε να διατηρήσει τη γαλήνη του, χωρίς να δίνει σημασία στους Άσα’μαν γύρω της. Ή έτσι έδειχνε. «Είμαι η Μπέρα Χάρκιν, κι αυτή είναι η Κιρούνα Νάτσιμαν. Ήρθαμε για να σε σώσουμε —με τη συνδρομή της Αλάνα—» κρίνοντας από το ξαφνικό συνοφρύωμα της Αλάνα, αυτό το είχε προσθέσει μόλις τώρα, «αν και φαίνεται πως δεν μας έχεις μεγάλη ανάγκη. Πάντως, οι προθέσεις μετράνε, και—»

«Η θέση σας είναι μαζί τους», είπε ο Ραντ, δείχνοντας τις Άες Σεντάι που ήταν θωρακισμένες και υπό φρούρηση. Το βουητό του Λουζ Θέριν δυνάμωσε, όμως ο Ραντ αρνήθηκε να τον ακούσει. Δεν είχε τώρα χρόνο για παράφρονα μανιάσματα.

Η Κιρούνα όρθωσε το κορμί περήφανα. Ό,τι κι αν ήταν, δεν ήταν πάντως αγρότισσα. «Ξεχνάς ποιες είμαστε. Μπορεί να σε κακομεταχειρίστηκαν, αλλά εμείς—»

«Δεν ξεχνάω τίποτα, Άες Σεντάι», είπε ψυχρά ο Ραντ. «Είπα ότι μπορούν να έρθουν έξι, αλλά μετρώ εννιά. Είπα ότι θα ήσασταν σε κοινή μοίρα με τις απεσταλμένες του Πύργου, και επειδή έφερες εννιά, έτσι θα γίνει. Εκείνες είναι γονατισμένες, Άες Σεντάι. Γονάτισε!»

Ψυχρά, γαλήνια πρόσωπα τον κοίταξαν. Ο Ραντ ένιωσε τους Άσα’μαν να ετοιμάζουν ασπίδες από Πνεύμα. Μια μαχητική έκφραση φάνηκε στο πρόσωπο της Κιρούνα, της Μπέρα, των άλλων. Είκοσι τέσσερις άνδρες με μαύρα σακάκια σχημάτισαν κύκλο γύρω από τον Ραντ και τις Άες Σεντάι.

Ο Τάιμ πήρε μια έκφραση που ήταν ό,τι πιο κοντινή σε χαμόγελο είχε δει πάνω του ο Ραντ. «Γονατίστε και δώστε όρκο στον Άρχοντα Δράκοντα», είπε μαλακά, «αλλιώς θα σας κάνουμε να γονατίσετε».

Όπως συνηθίζεται με τις ιστορίες, κι αυτή διαδόθηκε, στην Καιρχίν και βόρεια και νότια, από καραβάνια εμπόρων και πραματευτές και απλούς ταξιδιώτες που φλυαρούσαν στα πανδοχεία. Όπως συνηθίζεται με τις ιστορίες, κι αυτή άλλαζε με κάθε αφήγησή της. Οι Αελίτες είχαν στραφεί εναντίον του Άρχοντα Δράκοντα και τον είχαν σκοτώσει, στα Πηγάδια του Ντουμάι ή κάπου αλλού. Όχι, οι Άες Σεντάι είχαν σώσει τον Ραντ αλ’Θόρ. Οι Άες Σεντάι ήταν εκείνες που τον είχαν σκοτώσει — όχι, τον είχαν ειρηνέψει — όχι, τον είχαν πάει στην Ταρ Βάλον όπου κείτονταν σε ένα μπουντρούμι κάτω από το Λευκό Πύργο. Ή διαφορετικά ήταν η Έδρα της Άμερλιν αυτοπροσώπως που είχε γονατίσει μπροστά του. Κάτι το ασυνήθιστο για τις ιστορίες, συχνά αυτό που γινόταν πιο συχνά πιστευτό ήταν κάτι που απείχε ελάχιστα από την αλήθεια.

Μια μέρα φωτιάς και αίματος, ένα κουρελιασμένο λάβαρο κυμάτιζε πάνω από τα Πηγάδια του Ντουμάι, με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι.

Μια μέρα φωτιάς και αίματος και της Μίας Δύναμης, όπως είχε αφήσει να εννοηθεί η προφητεία, ο ακηλίδωτος πύργος, τσακισμένος, γονάτισε στο ξεχασμένο σημάδι.

Οι πρώτες εννιά Άες Σεντάι έδωσαν όρκο υποταγής στον Αναγεννημένο Δράκοντα, και ο κόσμος άλλαξε για πάντα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η Απάντηση

Ο άνδρας σταμάτησε ίσα-ίσια για να ακουμπήσει το χέρι του στην πόρτα της σέντιας της, και ξανάφυγε αμέσως μόλις η Φάλιον πήρε το σημείωμα από τα δάχτυλά του. Μόλις έδωσε σήμα με τα δάχτυλά της, οι δύο βαστάζοι ξεκίνησαν σχεδόν πριν ο άλλος με τη λιβρέα του Παλατιού Τάρασιν χαθεί στο πλήθος της πλατείας.

Στο τετράγωνο χαρτάκι υπήρχε μόνο μια λέξη. Έφυγαν. Το τσαλάκωσε στη γροθιά της. Με κάποιον τρόπο είχαν ξεγλιστρήσει και είχαν βγει έξω χωρίς να τις δουν οι άνθρωποι της μέσα. Η άκαρπη πολύμηνη έρευνα την είχε πείσει ότι δεν υπήρχε καμιά κρύπτη με ανγκριάλ, κι ας πίστευε ό,τι ήθελε η Μογκέντιεν. Είχε σκεφτεί ακόμα και να ανακρίνει μια-δυο Σοφές· ίσως κάποια ήξερε πού βρισκόταν, αν υπήρχε. Και ίσως τα άλογα πετούσαν. Το μόνο που την κρατούσε εδώ σ’ αυτή τη θλιβερή πόλη ήταν το απλό γεγονός ότι όταν μια Εκλεκτή έδινε διαταγή, την υπάκουγες μέχρι να την αλλάξει. Οτιδήποτε άλλο ήταν ο σύντομος δρόμος για ένα οδυνηρό θάνατο. Αλλά όμως για να είναι εδώ η Ηλαίην και η Νυνάβε... Είχαν καταστρέψει τα πάντα στο Τάντσικο. Ασχέτως του αν ήταν ή όχι πλήρεις αδελφές —όσο αδύνατο κι αν φαινόταν αυτό— η Φάλιον δεν μπορούσε να θεωρήσει την παρουσία τους συμπτωματική. Ίσως να υπήρχε μια κρύπτη. Για πρώτη φορά, χάρηκε που η Μογκέντιεν την είχε αγνοήσει παντελώς μετά τη στιγμή που της είχε δώσει τις διαταγές της πριν τόσους μήνες στην Αμαδισία. Αυτό που τότε έμοιαζε με εγκατάλειψη ίσως τώρα να ήταν μια ευκαιρία για να αναδεχθεί στο βλέμμα της Εκλεκτής. Αυτές οι δύο ίσως την οδηγούσαν στην κρύπτη, κι αν όχι, αν δεν υπήρχε κρύπτη... Η Μογκέντιεν έδειχνε να έχει κάποιο ενδιαφέρον για τις δυο τους προσωπικά. Αν τις παρέδιδε στα χέρια της, αυτό σχεδόν σίγουρα θα ήταν καλύτερο από ένα ανύπαρκτο ανγκριάλ.